Ανακοίνωση ΣΠΕΦ για την Διακοψιμότητα

 
15 spef 330χ200 Ανακοίνωση ΣΠΕΦ για την Διακοψιμότητα

Διακοψιμότητα: Όχι μόνο οριζόντια αλλά με ανάποδη κλιμάκωση και για πλασματικό σκοπό.

Σε συνέχεια της πρόθεσης του Υπουργείου Ενέργειας να εφαρμόσει το μέτρο της Διακοψιμότητας στην μορφή του υφιστάμενου αλλά απόλυτα παρωχημένου και στρεβλού σχεδίου Υπουργικής Απόφασης προηγούμενων κυβερνήσεων, ο ΣΠΕΦ δηλώνει τα ακόλουθα:

  1. Η Διακοψιμότητα αποτελεί εικονικό μέτρο, υπό την έννοια ότι αν ποτέ ενεργοποιηθούν εντολές περιορισμού της ζήτησης από τον ΑΔΜΗΕ προς την βιομηχανία, αυτό σύμφωνα με την Υ.Α. επιτρέπεται  να συμβαίνει για μόλις 168 ώρες τον χρόνο εκ των 8.760 που αυτός περιλαμβάνει και για την ελάχιστη έως ανύπαρκτη αυτή υπηρεσία, ζητείται βάσει του επίμαχου σχεδίου Υ.Α. αυτή τυφλά να αμείβεται–είτε δηλαδή λάβουν χώρα εντολές είτε όχι- με κόστος 50 φορές ακριβότερο από ότι το σύνηθες κόστος που καταβαλλόταν μέσω των αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ) στους ηλεκτροπαραγωγούς για την εξασφάλιση ισόποσης πραγματικής ισχύος και για τις 8.760 ώρες του έτους.  Σε απόλυτους αριθμούς με βάση την ανωτέρω πραγματικότητα η Διακοψιμότητα δεν θα έπρεπε να αμείβεται με παραπάνω από 1 εκατ. ευρώ ετησίως συνολικάκαι μόνον εφ’ όσον υπάρξουν πράγματι εντολές περιορισμού, αντί για τα 55 εκατ. ευρώ που προτίθεται η Υ.Α. τυφλά να μοιράζει.   Στην πραγματικότητα όμως ούτε και αυτό το 1 εκατ. ευρώ ετησίως δεν θα έπρεπε τυφλά να δίδεται, αφού η χώρα διαθέτει υπερεπάρκεια εγκατεστημένης ηλεκτροπαραγωγικής ισχύος 17.700 MWπλέον των ηλεκτρικών διασυνδέσεων που δύνανται να τις εξασφαλίζουν ακόμη 2.000 MW,για ζήτηση που δεν ξεπερνά τις 6.000 έως 9.000 MW.  Συνεπώς εντολές περιορισμούτης ζήτησηςαπό ΑΔΜΗΕ λόγω ελλείπουσαςδήθεν προσφοράς ισχύος απλά δεν πρόκειται να υπάρξουν.
  2. Το σχέδιο Υ.Α. της Διακοψιμότητας εσφαλμένα τεκμαίρει την υποτιθέμενη δυνατότητα των μεγάλων καταναλωτών για ανταπόκριση σε εντολές μείωσης φορτίου ως διαφορά από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα ισχύος που αυτοί κατανάλωναν την τελευταία εξαετία.  Έτσι το περιθώριο της δήθεν ανταπόκρισης τους σε εντολές μείωσης της κατανάλωσης από τον ΑΔΜΗΕ είναι εικονικό, αφού στην πλειοψηφία της η μείωση είναι μόνιμη και όχι “on-demand”, οφειλόμενη στην ύφεση της οικονομίας από τα προ εξαετίας υψηλά επίπεδα.  Έτσι με την Διακοψιμότητα θα επιδοτείται η ύφεση της κατανάλωσης των βιομηχανικών καταναλωτών αποδεκτών του μέτρου και όχι η πραγματική δυνατότητα τους να ανταποκριθούν σε εντολές μείωσης φορτίου από τον ΑΔΜΗΕ χάριν της ευελιξίας του συστήματος.  Υπό την έννοια αυτή το χαράτσι της Διακοψιμότητας αποτελεί φόρο υπέρ τρίτων, ουδόλως σχετιζόμενο με την πραγματική ευστάθεια του ηλεκτρικού συστήματος.
  3. Το επίμαχο σχέδιο Υ.Α. όταν πρωτοσυντάχθηκεμε επίπλαστα στοιχεία το 2014, στοχεύοντας στο να διευρύνει όσο περισσότερο γίνεται την ανάγκη για δήθεν περικοπές φορτίου ζήτησης και άρα να μεγεθύνει εικονικά το εύρος της Διακοψιμότητας, επέκτεινε αυθαίρετα σε εξαετία την χρονική περίοδο αναφοράς των ιστορικών στοιχείων ζήτησης προσπαθώντας έτσι να εντάξει σε αυτήν το έτος 2008 που ως χρονιά εκτός ύφεσης οι βιομηχανίες εμφάνιζαν μεγάλες καταναλώσεις (7,6 TWh).  Τοιουτοτρόπως επιχειρήθηκε να δικαιολογηθεί αντίστοιχα μεγάλο δήθεν εύρος αναγκών Διακοψιμότητας και άρα υπερβολικές αποζημιώσεις για την ανύπαρκτη εν τοις πράγμασι υπηρεσία ευελιξίας αυτή.  Ωστόσο, αφενός η έγκριση της ΕΕ μόνο για πενταετία στην περίοδο αναφοράς των ιστορικών καταναλώσεων και αφετέρου η διολίσθηση του έτους εφαρμογής της στο 2015, καθορίζουν πλέον την πενταετία αναφοράς στα έτη 2010 – 2014, όπου η μείωση της κατανάλωσης στην κατηγορία των επιλεγόντων πελατών Υψηλής Τάσης, ως σύνολο τουλάχιστον σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, είναι ανύπαρκτη (κατανάλωση 6,3TWhτο 2010 αυξανόμενη σε 6,7TWhτο 2014).  Επιπλέον ενώ η έγκριση της ΕΕ προβλέπει κατώφλι ελάχιστης μείωσης ισχύος κατανάλωσης ανά συμμετέχοντα τα 5 MW, το σχέδιο Υ.Α. αυθαίρετα το μειώνει στα 3 MW, προσπαθώντας έτσι να διευρύνει τον κύκλο των δικαιούχων βιομηχανικών καταναλωτών.  Με βάση τις εκτιμήσεις μας αλλά και του ίδιου του Υπουργείου όπως εκφράστηκαν στην σχετική ημερίδα-δημόσια συζήτηση της 20ης Νοεμβρίου, επικαιροποιούμενοτο μέτρο της Διακοψιμότητας στην ανωτέρω πραγματικότητα δεν προβλέπεται να αφορά παραπάνω από 22 εκατ. ευρώ ετησίως αντί των 55 εκατ. που αρχικώς επίπλαστα διογκώθηκε.
  4. Το μέτρο της Διακοψιμότητας, παρότι στον πυρήνα του συνιστά φόρο υπέρ τρίτων που εκ της φύσης του (επιδότηση της βιομηχανίας με κρατική νομοθετική παρέμβαση) θα έπρεπε θεωρητικά να αφορά όλουςτους φορολογούμενους, εντούτοις καλούνται να το πληρώσουν μονομερώς και ανεξήγητα οι ΑΠΕ, το δε μεγαλύτερο μέρος του (40 εκατ. ευρώ) οριζόντια και υπερβολικά τα πολύπαθα και εν γένει μικρά ως επιχειρηματικότηταφωτοβολταϊκά.  Ας σημειωθεί εδώ πως οι επωφελούμενοι από την Διακοψιμότηταβιομηχανικοί καταναλωτές πληρώνουν ελάχιστο ΕΤΜΕΑΡ μόλις 2,2 ευρώ/MWhτην στιγμή που από την μείωση της ΟΤΣ λόγω ΑΠΕ επωφελούνται μέσω του μειωμένου χονδρεμπορικού κόστους ρεύματος τουλάχιστον 10 ευρώ/MWh.  Αν μάλιστα εν τέλει λάβουν και τα 40 εκατ. ευρώ από τα ΦΒ μέσω της Διακοψιμότητας, τότε θα έχουν επιπρόσθετη επιστροφή χρημάτων άλλων 6 ευρώ/MWh, δηλαδή όχι μόνο δεν θα συνεισφέρουν καν στο ΕΤΜΕΑΡ αλλά θα καρπώνονται κιόλας το οκταπλάσιο της αξίας συμμετοχής τους.
  5. Ο ν. 4203/2013 που εισήγαμε την έννοια της Διακοψιμότητας στην Ελληνική Νομοθεσία προέβλεψε στο άρθρο 16, πως οι συντελεστές επιβάρυνσης κάθε τεχνολογίας ηλεκτροπαραγωγής χωριστά θα είναι τέτοιοι ώστε να εξισορροπούνται μεταξύ άλλων και οι οικονομικές συνέπειες του μέτρου μεταξύ των κατηγοριών των παραγωγών που αυτή πλήττει.Ατυχώς ωστόσο το υφιστάμενο σχέδιο Υ.Α., ενώ του παρέχεται από τον Νόμο η πληρεξουσιότητα και η υποχρέωση να εξισορροπήσει τις οικονομικές επιπτώσεις αυτές, επιβαρύνει τα φωτοβολταϊκά οριζόντια επί του τζίρου τους με τυφλό χαράτσι 3,6% μη εκπιπτόμενο μάλιστα φορολογικά από τα ακαθάριστα έσοδα τους και  που ανάγεται στα καθαρά μετά φόρων κέρδη τους σε ασύμμετρη επιβάρυνση 21% στις μικρές εγκαταστάσεις ισχύος μέχρι 100 kW και 15% στις εγκαταστάσεις άνω των 100 kW, την στιγμή που στις υπόλοιπες ΑΠΕ με βάσει τους υφιστάμενους συντελεστές επί του τζίρου τους (1,8% επιβάρυνση στα αιολικά και 0,8% στα μικρά υδροηλεκτρικά) ανάγεται στα καθαρά κέρδη τους σε επιβάρυνση επιπέδου 7 – 9%.  Σε ότι αφορά δε τους μεγάλους συμβατικούς παραγωγούς  οι επιβαρύνσεις είναι σχεδόν μηδενικές.  Πρόκειται λοιπόν όχι απλά για οριζόντιο μέτρο αλλά και με ανάποδη μάλιστα κλιμάκωση εξουθενωτικά σε βάρος των μικρών της αγοράς ενέργειας, δηλαδή των φωτοβολταϊκών.
  6. Ωστόσο, παρότι το μέτρο της Διακοψιμότητας είναι επιστημονικά διάτρητο σύμφωνα με τα ανωτέρω εκτιθέμενα στοιχεία και παρότι ειδικά στα ΦΒ δεν πιστώθηκε τίποτα από την ευστάθεια που προσέδωσαν στο σύστημα με την καθημερινή και πραγματική κοντά στις καταναλώσεις παρουσία τους στην κάλυψη της άλλοτε κοστοβόρου και προβληματικής κύριας μεσημεριανής αιχμής, με αίσθημα ευθύνης προς τον μέσο πληττόμενο παραγωγό την παρούσα αρνητική έως παράλογη συγκυρία, έχουμε καταθέσει πρόταση παραμετροποίησης (αναλογικής κλιμάκωσης) των επιβαρύνσεων με δεδομένο και το οικονομικό περιθώριο που αφήνει η εκ των πραγμάτων μείωση του προϋπολογισμού του μέτρου από τα 55 εκατ. στα περίπου 22 εκατ. ευρώ.  Έτσι πέραν της απαλλαγής των οικιακών ΦΒ που μας ανακοινώθηκε από το Υπουργείο ως ένδειξη της ευαισθησίας του στην αναλογικότητα, στο πλαίσιο της ίδιας αναλογικότητας που οφείλει να συνεχίζεται και στους υπολοίπους φορολογουμένους (δεν αντιλαμβανόμαστε γιατί η ευαισθησία αυτή του Υπουργείου άραγε εξαντλείται στα οικιακά μόνο συστήματα), προτείναμε οι εγκαταστάσεις μέχρι 100 kW να επιβαρυνθούν επί του τζίρου με ολικό συντελεστή 0,9% (ΣΔu=0,45) και οι μεγαλύτερες άνω των 100 KW με 1,8% (ΣΔu=0,9).  Η κατηγοριοποίηση αυτή για εγκαταστάσεις κάτω ή άνω των 100kW άλλωστε προκύπτει από τον ίδιο τον ν. 4203/2013.  Ειλικρινά λοιπόν δεν αντιλαμβανόμαστε πως οι υποσχέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για δίκαιη και αναλογική φορολογική πολιτική κατέληξαν τόσο γρήγορα σε ανάποδη κλιμάκωση σε βάρος των μικρών  της αγοράς ενέργειας. 

Αποδεχόμενο το ΥΠΕΝ την πρόταση αυτή αφενός θα περιορίσει την επιβάρυνση των ΦΒ σε επίπεδα παρόμοια και αναλογικά με των υπολοίπων μεγάλων τεχνολογιών ΑΠΕ δηλαδή πέριξ του 8% επί των καθαρών μετά φόρων κερδών και αφετέρου τα προβλεπόμενα από το μέτρο έσοδα θα ανέλθουν στα 28 εκατ. ευρώ ετησίως, δηλαδή με ασφάλεια πάνω από τα αναγκαία που αναθεωρημένα εξαγγέλλει πως χρειάζονται το ίδιο το Υπουργείο (22 εκατ. ευρώ).   Από εκεί και πέρα περισσεύουν και 6 εκατ.  ευρώ ώστε να μειωθούν περαιτέρω αναλογικά οι επιβαρύνσεις για όλες τις ΑΠΕ συμμέτρως.

 
This entry was posted in ΕΙΔΗΣΕΙΣ and tagged , , , , , . Bookmark the permalink.

Comments are closed.