Μπορεί με τη ψήφιση των νέων ρυθμίσεων για τους πλειστηριασμούς και τον ενιαίο φόρο ακινήτων (ΕΝΦΑ), η κυβέρνηση να ξεπέρασε ένα δύσκολο σκόπελο, ωστόσο το τοπίο για την κτηματαγορά παραμένει ομιχλώδες. Και αυτό διότι, όπως αναφέρουν παράγοντες της αγοράς, ο ΕΝΦΑ καθιερώνει το διπλό φόρο στα ακίνητα, ενώ το πλαίσιο για τους πλειστηριασμούς θα παραμείνει σταθερό μόλις για διάστημα 12 μηνών.
Με άλλα λόγια, το νέο πλαίσιο για την προστασία της πρώτης κατοικίας φαίνεται να ανακουφίζει -προσωρινά- τους αδύναμους, ενώ το νέο φορολογικό καθεστώς υπηρετεί την εισπρακτική φιλοσοφία με το στόχο για έσοδα ύψους 2,65 δισ. το 2014. Ωστόσο, το ερώτημα είναι εάν οι δύο αυτές νέες ρυθμίσεις θα οδηγήσουν σε αύξηση ή περαιτέρω συρρίκνωση των αγοραστών.
Αβεβαιότητα
Όπως έχει αναφέρει παλαιότερα στην εφημερίδα «Κεφάλαιο» ο δρ. Οικονομικών επιστημών Θόδωρος Μητράκος, προαπαιτούμενο της σταδιακής επιστροφής της κτηματαγοράς στην ομαλότητα είναι όχι τόσο η αναπροσαρμογή του φορολογικού πλαισίου όσο η σταθεροποίησή του.
«Ένας επενδυτής μπορεί να εντάξει στο χρηματοοικονομικό μοντέλο έναν υψηλό φόρο. Ωστόσο, όταν δεν γνωρίζει το ακριβές ύψος της φορολογίας, τότε δεν θα αγοράσει» εξηγούν στελέχη της αγοράς.
Την ίδια στιγμή, η επιβολή του φόρου υπεραξίας στις μεταβιβάσεις, προκαλεί «πονοκέφαλο» στους πωλητές και καθιστά πιο περίπλοκη μία πράξη αγοραπωλησίας.
Σύμφωνα με όσα έχουν γίνει μέχρι στιγμής γνωστά -αναμένεται διευκρινιστική εγκύκλιος τις προσεχείς ημέρες από το υπουργείο Οικονομικών- η διαφορά ανάμεσα στην τιμή κτήσης και την τιμή πώλησης θα φορολογείται με συντελεστή 15%, εφόσον το ακίνητο πωληθεί μετά την 1/1/2014. Ο φόρος θα επιβάλλεται στην τιμή αγοράς και όχι σε αυτή που προσδιορίζει η εφορία και θα μειώνεται βάσει των ετών διακράτησης της ιδιοκτησίας.
Ο συγκεκριμένος φόρος θα μπορούσε να ήταν ανταποδοτικός, εφόσον κατευθυνόταν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με στόχο την υλοποίηση έργων συντήρησης και αναπλάσεων που θα ενίσχυαν την υπεραξία των ακινήτων, αναφέρουν παράγοντες.
Ωστόσο, για την ώρα, τα…οφέλη του φόρου υπεραξίας θα περιοριστούν στην αναμενόμενη μετακύληση του κόστους από τον πωλητή στον αγοραστή. Και κατά συνέπεια θα εκμηδενιστούν τα όποια θετικά αποτελέσματα από την μείωση στο 3% του φόρου μεταβίβασης.
“Ο φόρος υπεραξίας στην σημερινή συγκυρία δραστικής μείωσης των τιμών των ακινήτων, δρα ανασταλτικά στην ζήτηση ακινήτων για επένδυση. Το κράτος καιροφυλαχτεί όχι μόνο να φορολογήσει με δημευτικό τρόπο την κατοχή, αλλά και να «απαλλοτριώσει» μέρος της προσδοκώμενης υπεραξίας τα επόμενα χρόνια, στην ουσία, υπονομεύοντας την ανάκαμψη της αγοράς ακινήτων. Η επιβολή αυτών των φόρων επιβαρύνει κυρίως τους εγχώριους επενδυτές και ιδιαίτερα εκείνους που στα προηγούμενα έτη εξήγαγαν τις αποταμιεύσεις τους στις κεφαλαιαγορές του εξωτερικού και μπορεί τώρα να εξέταζαν τη δυνατότητα επανεισροής αυτών των κεφαλαίων για τοποθέτησή τους στην αγορά ακινήτων» όπως αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Βank.
Πωλητήρια λόγω του διπλού φόρου
Και με την επιβάρυνση που απέφυγαν οι αγρότες να μετατράπηκε σε κύριο και συμπληρωματικό φόρο (διπλός φόρος) για ακίνητα αξίας άνω των 300.000 ευρώ, τα «πωλείται» αναμένεται να αυξηθούν.
«Ο διπλός φόρος εξουθενώνει την μεσαία τάξη σε όλα τα αστικά κέντρα της χώρας. Οδηγεί στη σταδιακή δήμευση της περιουσίας όσων τα ακίνητα δεν αποφέρουν έσοδα (ημιτελή ακίνητα, ανενεργά οικόπεδα, «ψιλοί κύριοι», ξενοίκιαστα διαμερίσματα, γραφεία και μαγαζιά κ.λπ.).
Οδηγεί ταυτόχρονα σε περαιτέρω κατάρρευση την αγορά ακινήτων, σε μαζική εκποίηση περιουσιών και σε αναδιανομή τους υπέρ των ολίγων που κατέχουν σήμερα -άσπρα ή μαύρα- μετρητά για να τις αγοράσουν», όπως έχει σημειώσει ο πρόεδρος της Δράσης, Ευρωβουλευτής Θεόδωρος Σκυλακάκης.
Οι φόροι στα ακίνητα μείωσαν το ΑΕΠ
Όλα αυτά, όταν το 2013 επιβλήθηκαν στην ιδιοκτησία πέντε διαφορετικοί φόροι, δηλαδή το ΕΕΤΑ 2013 και o ΦΑΠ 2013 ταυτόχρονα με τους ΦΑΠ 2010, 2011, 2012, χωρίς να προσμετρηθεί το ΕΕΤΗΔΕ του 2012 του οποίου μεγάλο τμήμα εισπράχθηκε το 2013.
«Αυτή η φορολογική πολιτική στον τομέα των ακινήτων αφαίρεσε τουλάχιστον δύο ποσοστιαίες μονάδες από το ΑΕΠ το 2013, (εκ των οποίων οι 1,7 ποσοστιαίες μονάδες ήταν η άμεση αρνητική επίπτωση από την πτώση των επενδύσεων και των συναλλαγών σε ακίνητα) και είχε μεγάλη συμβολή στην αποτροπή μίας μεγαλύτερης αύξησης της απασχόλησης και στη διατήρηση της ανεργίας σε υψηλά επίπεδα και το 2013.
«Ειδικότερα ει εισπράχθηκαν περί τα 0,8 δισ. από τους επιπλέον ΦΑΠ το 2013, αλλά είναι βέβαιο ότι απωλέσθηκαν φορολογικά έσοδα άνω του 1 δισ. από την συνεπαγόμενη πτώση του ΑΕΠ, την περαιτέρω αναίτια μείωση των εισοδημάτων και, το σπουδαιότερο, από την περαιτέρω επιδείνωση των συναλλακτικών ηθών. Διότι αν επιβάλεις σε ένα νοικοκυριό με εισόδημα 100 χιλ. ευρώ να πληρώσει φόρους 150 χιλ. ευρώ μέσα σε ένα έτος, είναι ευνόητο ότι το νοικοκυριό αυτό δικαιολογημένα θα ενταχθεί στην κατηγορία εκείνων που «δεν μπορούν να πληρώσουν» σημειώνουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές της Alpha Βank.
Πηγή:capital.gr