του Βασίλη Μοναστηριώτη
Και μετά τη νηνεμία που έφερε η συμφωνία του Δεκεμβρίου, ερχόμαστε δειλά δειλά ξανά στη φουρτούνα των αποκλίσεων του προϋπολογισμού, των καθυστερήσεων στην εφαρμογή των διαφόρων μέτρων (αποφασισμένων και «αναποφάσιστων») και της αβεβαιότητας για την εκταμίευση της επόμενης δόσης.
Σαν να μην πέρασε στιγμή από τις μέρες-σοκ των αρχών του 2010. Οι ιδιωτικοποιήσεις αργούν, η μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων (με εφεδρεία ή αλλιώς) συνεχίζει «υπό συζήτηση», η ορθολογικοποίηση της φορολογίας μετατίθεται χρονικά, η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής παραμένει «στο συρτάρι» και η ενίσχυση της ανάπτυξης συνεχίζει να είναι ο μεγάλος «άγνωστος Χ».
Αυτή τη φορά, όμως, οι δικαιολογίες έχουν πάψει. Η Ευρώπη έχει πλέον πραγματικά ξεπεράσει εαυτόν στην παροχή (οικονομικής και πολιτικής) στήριξης στην Ελλάδα και η πολιτική συγκυρία, με την τρικομματική κυβέρνηση, είναι πλέον όσο ευνοϊκή θα μπορούσε ποτέ να είναι.
Οι λύσεις υπάρχουν, έχουν προβλεφθεί, έχουν αναλυθεί (παρά τα όποια λάθη και αστοχίες στις προβλέψεις του ΔΝΤ και της τρόικας) και, το κυριότερο, έχουν χρηματοδοτηθεί. Ακούγεται παράδοξο, αλλά το πρόβλημα πλέον δεν είναι τα λεφτά. Το πρόβλημα είναι στην εφαρμογή, στον τρόπο.
Το πρόβλημα, δηλαδή, δεν είναι οικονομικό, δεν είναι η «έλλειψη χρημάτων», αλλά η έλλειψη σχεδιασμού, επικοινωνίας και αποφασιστικότητας. Η έλλειψη ενός συνολικού και εμπεριστατωμένου σχεδιασμού που θα αρθρώσει, θα κοινωνήσει και θα εφαρμόσει μια σειρά από παρεμβάσεις – με σύστημα, σκοπό, στόχο και συνέπεια. Να ξεκαθαρίσει επιτέλους η κυβέρνηση πώς βλέπει να διαμορφώνεται το παραγωγικό μοντέλο της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή και να κάνει τις αντίστοιχες ιδιωτικοποιήσεις και παρεμβάσεις.
Να αποφασίσει τι θέλει να κάνει με τις μικρές επιχειρήσεις (μοχλός ανάπτυξης ή εστία παραοικονομίας;) και να χειραγωγήσει τη μεταστροφή ή όχι στη μισθωτή εργασία. Να εντοπίσει τους βασικούς πυλώνες της κρατικής μηχανής και τις απαραίτητες δημόσιες λειτουργίες και να εστιάσει την «εφεδρεία» στους υπόλοιπους τομείς και υπηρεσίες. Να ομολογήσει (πρώτα στον εαυτό της) πώς βλέπει την ιδιοκτησία γης και αξιών στη νέα Ελλάδα (υποκατάστατο του «κοινωνικού κράτους» ή «αγορά»; Διαγενεακή αναδιανομή ή μηχανισμός συσσώρευσης πλούτου;) και να στήσει το φορολογικό σύστημα ανάλογα. Και να αποφασίσει πώς βλέπει τον ρόλο του κοινωνικού κράτους (αγοραίο ή κρατικιστικό μοντέλο; Καθολική ή υπό όρους κάλυψη;) για να φτιάξει στη συνέχεια ένα σύστημα κοινωνικής πολιτικής τόσο γενναιόδωρο όσο της επιτρέπουν τα οικονομικά της.
Να τα ξεκαθαρίσει όλα αυτά πρώτα μέσα της και να τα θέσει μετά επί τάπητος στην κοινωνία. Και στη βάση αυτή να χτίσει ένα ολοκληρωμένο πλάνο και να το βάλει μπροστά. Και όποιος διαφωνεί, ας προτείνει ένα άλλο πλάνο και ας το θέσει «προς ψήφιση» στην κοινωνία. Αλλά φτάνει πλέον με τα ημίμετρα και τον αυτοσχεδιασμό.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι όλα αυτά δεν είναι εύκολα – και, αν μη τι άλλο, η κωλυσιεργία έχει και την αντικειμενική της βάση: υπάρχουν ενστάσεις και έλλειψη κατάλληλων (υπο)δομών στη δημόσια διοίκηση, υπάρχουν αντιστάσεις και έλλειψη αντοχών στην κοινωνία, υπάρχουν και οι αντικειμενικές δυσκολίες που έχουν να κάνουν με το εύρος και το βάθος των προβλεπόμενων παρεμβάσεων. Αλλά, επιτέλους, ένα χρόνο και πλέον μετά την «αλλαγή σελίδας» με την κυβέρνηση Παπαδήμου και την είσοδο της Νέας Δημοκρατίας στο «μνημονιακό μπλοκ», όλες οι ενστάσεις, οι αντιστάσεις, τα κωλύματα και τα κολλήματα – άσχετα πόσο αληθινά, πόσο αντικειμενικά, πόσο καυτά- δεν παρέχουν πλέον επαρκή δικαιολογία για τη συνεχιζόμενη αστάθεια, την -σε πολλά θέματα- απραξία και την έλλειψη σχεδιασμού.
Για πρώτη φορά ίσως από το 2009, «λεφτά υπάρχουν». Ας υπάρξει, λοιπόν, και η πολιτική τόλμη και -κυρίως- η ωριμότητα πολιτικής.
* Ο κ. Βασίλης Μοναστηριώτης είναι επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο London School of Economics και μέλος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου του Σχετικά άρθρα: