Του Ξενοφώντα Μιχαηλίδη, χημικός μηχανικός, αντιπρόεδρος του Συλλόγου Διπλωματούχων Μηχανικών ΔΕΗ
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες γίναμε μάρτυρες υπέρ ενός ισχυρού ρεύματος μεταρρυθμίσεων πολλών κλάδων της οικονομίας, ιδιωτικοποιήσεων, εξαγορών και συγχωνεύσεων. Σε πολλούς κλάδους (π.χ. τηλεπικοινωνίες, ΜΜΕ, μεταφορές κ.λπ.) υπήρξαν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Το γεγονός ότι οι μεταρρυθμίσεις έχουν λειτουργήσει τόσο καλά, σε τόσους διαφορετικούς τομείς, χρησιμοποιείται ως επιχείρημα όχι μόνον για το άνοιγμα του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας στον ανταγωνισμό αλλά και για την ιδιωτικοποίηση/πώλησή του.
Η εμπειρία, ωστόσο, κυρίως της Ε.Ε. και των ΗΠΑ, μετά την απελευθέρωση των αγορών ενέργειας, κατέδειξε ότι ειδικά οι μη ρυθμιζόμενες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Το θεώρημα της μικρο-οικονομικής αποτελεσματικότητας, που προβλέπει αύξηση της αποτελεσματικότητας και μείωση των τιμών όταν οι αγορές είναι ανοικτές στον ανταγωνισμό, είναι περιορισμένης ισχύος στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Αντί ανταγωνισμού η απελευθέρωση οδήγησε σε αύξηση συγκέντρωσης. Αντί για τη μείωση των τιμών, η απελευθέρωση της αγοράς οδήγησε σε υψηλότερες τιμές.
Ενώ πρωταρχικός στόχος της ευρωπαϊκής οδηγίας για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας ήταν να διασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο, αντί ανταγωνισμού η απελευθέρωση οδήγησε σε αύξηση συγκέντρωσης. Επτά εταιρείες -the seven brothers όπως σκωπτικά αποκαλούνται με προφανή αναφορά στις πετρελαϊκές seven sisters- ελέγχουν πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της Ε.Ε. σε ηλεκτρική ενέργεια. Αντί για τη μείωση των τιμών, η απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας οδήγησε σε υψηλότερες τιμές.
Το εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι ποιος ήταν τελικά ο σκοπός της απορρύθμισης της αγοράς ενέργειας; Ηταν η εφάπαξ μεταβίβαση του πλούτου από τον δημόσιο τομέα προς τους ιδιώτες -όπου οι κρατικές επιχειρήσεις πουλήθηκαν στους ιδιώτες η αύξηση τελικά των τιμών της KWh ή τα κέρδη που αποκόμισαν οι κυβερνήσεις από την πώληση των κρατικών επιχειρήσεων ήταν η μείωση των θέσεων εργασίας;
Και μπορεί η πρόσφατη -στοχαστική των ιστορικών εξελίξεων- απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να απαλλάσσει τη ΔΕΗ από την υποχρέωση να εκποιήσει/εκχωρήσει τμήμα της λιγνιτικής της παραγωγικής δυναμικότητας -«η ΔΕΗ δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά λιγνίτη»- και να προλαβαίνει έτσι ένα κακό, η απόφαση, ωστόσο, της κυβέρνησης να διαθέσει το 17% των μετοχών της επιχείρησης συνιστά επιλογή υψηλού κινδύνου όχι μόνο για τη λειτουργία της αγοράς, αλλά και για τον δημοκρατικό έλεγχο ενός ζωτικής σημασίας δημόσιου αγαθού.
Και παρόλο που συνιστώσες της κυβέρνησης συνεργασίας διατυπώνουν την ορθή μεν άποψη ότι εν μέσω οικονομικής κρίσεως η απόκτηση πλήρους προσόδου από μια οιαδήποτε μορφή ιδιωτικοποίησης είναι σχεδόν απίθανη, αυτό, ωστόσο, δεν είναι το κεντρικό ζήτημα. Αντίθετα, το κεντρικό θέμα μιας πιθανής ιδιωτικοποίησης θα έπρεπε να είναι: i) για το ποιος τρόπος παραγωγής -ο ιδιωτικός ή ο δημόσιος- θα είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση ή την απώλεια της κοινωνικής ευημερίας και όχι την απόκτηση πλήρους ή υπολειμματικής προσόδου και ii) εάν προέχει η ιδιωτικοποίηση ή ο ανταγωνισμός.
Ο σκαπανέας δε μελετητής της απελευθέρωσης των αγορών ενέργειας, καθηγητής του Cambridge David Newbery (2007), ισχυρίστηκε ότι «ο ανταγωνισμός μάλλον παρά η ιδιωτικοποίηση είναι η πηγή των ωφελειών». Η ιδιωτικοποίηση δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε ικανή για τη δημιουργία ανταγωνιστικού πλαισίου. Περίτρανη απόδειξη -και όχι μοναδική- αποτελούν οι δημόσιες επιχειρήσεις της Σκανδιναβίας, οι οποίες υπό ανταγωνιστικές συνθήκες λειτούργησαν αποτελεσματικότερα από άλλες σε περιφέρειες όπου προτιμήθηκε η λύση της ιδιωτικοποίησης-εκχώρησης, ή των εξαγορών και των συγχωνεύσεων.
Εχει, άραγε, καμιά σημασία η ιδιοκτησία; Μήπως οι κρατικές EDF, Vattenfall κ.λπ. είναι λιγότερο αποτελεσματικές από τις ιδιωτικές ΕΟΝ ή Endesa;
Υπάρχει, άραγε, μεγαλύτερο σκάνδαλο από αυτό της Enron, ή μεγαλύτερη συμπαιγνία ολιγοπωλίων από αυτή που προκάλεσε την καταστροφική κρίση στην Καλιφόρνια, τα black out στη Βραζιλία, στη Νέα Υόρκη ή στην Κεντρική Ευρώπη;
Υπήρξε, άραγε, ποτέ πιο αλματώδης άνοδος καρτέλ από αυτή που βιώσαμε την τριετία 1999-2003 στην Ευρωπαϊκή Ενωση στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας -αποτέλεσμα εξαγορών και συγχωνεύσεων 237 επιχειρήσεων (Leveque 2007), των seven brothers;
Η ιδιωτικοποίηση δεν επιβάλλεται από καμία οδηγία. Πρώτος επιτακτικός στόχος της οδηγίας είναι να διασφαλίσει ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Το οικονομικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργεί η ΔΕΗ πρέπει να αλλάξει, για να αλλάξει η ατομική και η οργανωσιακή συμπεριφορά. Παρά τις «εγγενείς» ατέλειες του ανταγωνισμού στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αντιμετωπίζουμε, ωστόσο, ένα επιτακτικό δίλημμα επιλογής του ελάσσονος μεταξύ δύο κακών.
Η απόφαση των Ευρωπαίων δικαστών όχι μόνον απεγκλωβίζει τη χώρα/ΔΕΗ από την υποχρέωση που επέβαλαν αποφάσεις της Κομισιόν να εκχωρήσει μέρος της λιγνιτικής της παραγωγής σε ιδιώτες, αλλά συνιστά ταυτόχρονα και ένα πρόταγμα δράσης προς κάθε άμεσα ενδιαφερόμενο -Κομισιόν, κυβέρνηση, επιχείρηση, δυνητικούς επενδυτές, συνδικάτα, τρόικα- για την ενθάρρυνση/διευκόλυνση ανάπτυξης νέων επιχειρήσεων που θα δημιουργήσουν ανταγωνιστικές συνθήκες προς αμοιβαίο όφελος όλων των ενδιαφερόμενων μερών.
Αν η ίδια η ιδιωτικοποίηση είναι απλώς ο ένας τρόπος για να επιτευχθεί μια οικονομία της αγοράς, η δημιουργία νέων επιχειρήσεων είναι ο άλλος. Η κυβέρνηση αντί ιδιωτικοποίησης μπορεί να επικεντρωθεί στη δημιουργία νέων επιχειρήσεων. Υπάρχουν ικανά διαθέσιμα αποθέματα 1,2 δισ. τόνων λιγνίτη που μπορούν να εκχωρηθούν για ιδιωτική παραγωγή.
Η ανταγωνιστική αγορά μπορεί να επιβάλει μια πειθαρχία στη διαχείριση των μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων, που δεν θα μπορούσε να επιβληθεί αλλιώς. Η κρατική επιχείρηση θα αναγκαστεί από τον ανταγωνισμό να γίνει πιο αποτελεσματική, να σχεδιάσει ανταγωνιστικές δομές κινήτρων και επιλογών, να απεξαρτηθεί από τα υπουργεία και τους γραφειοκράτες τους, να καταγράψει τι διαφοροποιεί την ελληνική από τις αντίστοιχες αποτελεσματικές κρατικές επιχειρήσεις π.χ. EDF, Vattenfall, που φαίνεται να διοικούνται πολύ καλύτερα από τις αντίστοιχες ιδιωτικές.
Μπορεί η διαχειριστική και η οικονομική αποτελεσματικότητα της ΔΕΗ να έχει πληγεί τα τελευταία χρόνια και η εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητά της να κλονίστηκε, διαθέτει, ωστόσο, ακόμη πολλά περιθώρια και δυναμική για να αναπτυχθεί εκ νέου.