Η χρηματοοικονομική κρίση και η κρίση κρατικού χρέους στην Ευρωζώνη όχι μόνο έχουν στρέψει την προσοχή στην αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων στις χώρες-μέλη, αλλά έχουν εγείρει και ερωτήματα αναφορικά με τις θεσμικές αδυναμίες και την ανάγκη για ενίσχυση του ρόλου της δημοσιονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρωζώνης, αναφέρει σε έκθεσή της με ημερομηνία 11 Απριλίου 2013 η Deutsche Bank.
Ως νομισματική ένωση, η Ευρωζώνη ακολουθεί μεν ενιαία νομισματική πολιτική, διαθέτει ωστόσο ελάχιστα εργαλεία για τη διαμόρφωση ενιαίας δημοσιονομικής πολιτικής. Και αυτό εξελίσσεται σε πρόβλημα, όταν ένα κράτος-μέλος πλήττεται από ένα ασύμμετρο οικονομικό σοκ, αναφέρουν οι αναλυτές της BD. Σε μία ετερογενή νομισματική ένωση, η Κεντρική Τράπεζα δεν είναι σε θέση να ανταποκρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των προβλημάτων κάθε μέλους της, εξηγούν, προσθέτοντας πως από τη στιγμή που οι μηχανισμοί «απορρόφησης» των οικονομικών σοκ δεν λειτουργούν πολύ αποτελεσματικά στην Ευρωζώνη, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, μια αποτελεσματική σταθεροποίηση θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με εργαλεία δημοσιονομικής πολιτικής.
Οι περισσότερες χώρες με ομοσπονδιακές δομές διαθέτουν μηχανισμούς σταθεροποίησης και μεταβιβαστικών πληρωμών, οι οποίοι συμβάλουν στην εξάλειψη των επιμέρους ανισοτήτων, αλλά και προϋπολογισμούς με εύρος ικανό, ώστε να είναι δυνατή η άσκηση σταθεροποιητικής πολιτικής σε περίπτωση ενός μεμονωμένου οικονομικού σοκ, αναφέρει η έκθεση.
Τα υπάρχοντα στοιχεία δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, όπως οι κανονισμοί για τους προϋπολογισμούς και το χρέος, τείνουν προς τη σταθερότητα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Σε αυτό το πλαίσιο, η αποτελεσματική σταθεροποίηση μετά από περιφερειακά οικονομικά σοκ είναι προς το συμφέρον όλων των χωρών-μελών. Η ανά κράτος-μέλος ενίσχυση της άμυνας απέναντι σε κρίσεις ενισχύει τη σταθερότητα ολόκληρης της Ευρωζώνης και, χάρη στον ενισχυόμενο συγχρονισμό των οικονομικών κύκλων, γίνεται όλο και πιο εύκολο για την Κεντρική Τράπεζα να ακολουθεί νομισματική πολιτική που να είναι κατάλληλη για κάθε χώρα-μέλος.
H Deutsche Bank εξετάζει 4 διαφορετικά σενάρια ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός δημοσιονομικής ενοποίησης στην Ευρωζώνη, ήτοι μέσω
- κοινού προϋπολογισμού,
- μηχανισμού προστασίας από ισχυρές κυκλικές διακυμάνσεις,
- κοινού μηχανισμού αντιμετώπισης της ανεργίας,
- μηχανισμού εξισορρόπησης για τις επιβαρύνσεις από τοκοχρεολύσια, σχολιάζει ότι με τους τρόπους αυτούς πιθανόν αν ενισχύονται κίνητρα και/ ή συμπεριφορές που άπτονται του ηθικού κινδύνου για κάθε χώρα-μέλος.
Όπως κατέδειξε και η εμπειρία από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η ύπαρξη εργαλείων που θα διασφαλίζουν την πειθαρχία των εθνικών κυβερνήσεων και την αντιμετώπιση αρνητικών εξελίξεων είναι απαραίτητη, αναφέρει η Deutsche Bank. Και σημειώνει ότι η εμπειρία αυτή είναι κρίσιμη για οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, από εδώ και πέρα, της δημοσιονομικής αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνη.
Σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, μία επιτυχημένη και με μεγάλη διάρκεια νομισματική ένωση, η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει σοβαρές δυσκολίες όταν πρέπει να απορροφήσει περιφερειακά οικονομικά σοκ, σχολιάζουν μεταξύ άλλων οι αναλυτές της DB. Αυτό, τονίζουν, είναι αποτέλεσμα του μικρότερου βαθμού δημοσιονομικής και πραγματικής οικονομικής ενοποίησης, και μιας δομής με ομοσπονδιακά χαρακτηριστικά, η οποία όμως δεν διαθέτει σταθεροποιητικά συστατικά. Για το λόγο αυτό ίσως είναι πράγματι προς το κοινό συμφέρον όλων των χωρών-μελών της Ευρωζώνης η ύπαρξη δημοσιονομικών εργαλείων που θα μπορούν να «οδηγήσουν» το συγχρονισμό των οικονομικών κύκλων.
Οι περισσότερες από τις διαθέσιμες επιλογές θα σήμαιναν σημαντική απομάκρυνση από το ισχύον ευρωπαϊκό πλαίσιο. Και το βασικό ερώτημα σε αυτή την περίπτωση, είναι το πώς θα τεθούν σε εφαρμογή, χωρίς να δημιουργήσουν μη αναστρέψιμες αρνητικές εξελίξεις. Εξάλλου, σημειώνει η Deutsche Bank, η ευρωζώνη είναι πολύ περισσότερο ετερογενής ως οικονομική ζώνη σε σχέση με τις ΗΠΑ, από πολλές απόψεις, και αδιαμφισβήτητα διαθέτει πολύ λιγότερο ανεπτυγμένη αίσθηση αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της. Δεδομένων των δομικών ανισορροπιών στην Ευρωζώνη, η δημοσιονομική ενοποίηση δεν θα είναι διαχειρίσιμη χωρίς αναδιανεμητικούς μηχανισμούς.
Ωστόσο, η επίκληση της τρέχουσας κρίσης ως αιτιολογία για την ανάγκη μιας δημοσιονομικής ένωσης θα ήταν λανθασμένη, σχολιάζουν οι αναλυτές της DB. Η κρίση κρατικού χρέους είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα ενός συμμετρικού σοκ, που μόνο με την πάροδο του χρόνου οδήγησε σε ιδιαίτερα ασύμμετρες συνέπειες.
Από τη στιγμή που οι οικονομίες της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας αντιστοιχούν αθροιστικά στο 25% περίπου του ΑΕΠ της Ευρωζώνης, ίσως να ήταν αρκετό να λάβουν χρηματοδότηση από τις χώρες που επλήγησαν λιγότερο, με αρνητικές όμως συνέπειες για τους ρυθμούς ανάπτυξης των τελευταίων. Όμως κάτι τέτοιο δεν θα έλυνε σε καμία περίπτωση τα δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει κάθε μια εκ των πρώτων. Στη χειρότερη περίπτωση, θα δημιουργούσε μία τάση καθυστέρησης της επίλυσής τους, καθώς θα εξουδετέρωνε οποιαδήποτε άμεση πίεση προς την κατεύθυνση της προώθησης μεταρρυθμίσεων.
Για το λόγο αυτό, κάθε βήμα προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης της δημοσιονομικής συνοχής της Ευρωζώνης θα απαιτεί την ύπαρξη μίας ισχυρής εποπτικής αρχής, η οποία να μπορεί όχι μόνο να υπερισχύει των καιροσκοπικών πολιτικών των εθνικών κυβερνήσεων, αλλά να είναι παράλληλα σε θέση να ασκεί επιρροή σε περιπτώσεις όπου σε μεμονωμένες χώρες καταγράφοντα αρνητικές, δομικού χαρακτήρα, εξελίξεις.