«Δεν μπορώ να φέρω στο νου μου άλλη περίοδο κατά την οποία οι φυγόκεντρες δυνάμεις να ήταν τόσο ισχυρές στην Ευρώπη. Γι’ αυτό, καλώ τους πάντες να μην επιρρίπτουν τα δικά τους σφάλματα και τις δικές τους αποτυχίες στις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο»: Ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Γκίντο Βεστερβέλε, δεν θα μπορούσε να είναι πιο σαφής για τις τάσεις που επικρατούν σήμερα στην Ευρώπη, στη συνέντευξη την οποία παραχώρησε στην εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung και δημοσιεύτηκε στο φύλλο της Τετάρτης 10 Απριλίου. Πολύ περισσότερο καθώς, στη συνέχεια, προειδοποίησε αυστηρά ότι «όποιος θέλει να εγκαταλείψει το ευρώ, οφείλει να γνωρίζει ότι θα χάσει πολύ περισσότερα από ένα νόμισμα».
Προφανώς, κανείς Γερμανός αξιωματούχος, ειδικά σε τόσο καίρια θέση, δεν θα προχωρούσε σε αυτές τις διαπιστώσεις ούτε θα διατύπωνε τόσο απειλητικές θέσεις εάν δεν γνώριζε από πρώτο χέρι ότι η Ευρώπη σήμερα βράζει, από άκρου εις άκρον.
Η αλήθεια είναι πως, παρά το γεγονός ότι οι ευρωσκεπτικιστές και υποστηρικτές της επιστροφής στο μάρκο απειλούν να αλλοιώσουν το πολιτικό σκηνικό στις επόμενες εκλογές, το Βερολίνο είναι σήμερα το τελευταίο που θα επιθυμούσε την κατάρρευση του ευρώ. Το γιατί περιέγραψε με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ, στη συνέντευξη την οποία έδωσε στο «Βήμα», την περασμένη Κυριακή: «Η Μέρκελ -είπε ο Μπεκ- έχει καταλάβει ότι η Ευρωζώνη είναι η κότα με τα χρυσά αβγά για τη Γερμανία, που την κάνει παγκόσμιο οικονομικό πρωταθλητή, με αντίστοιχη επιρροή στις αγορές και τη διεθνή πολιτική σκηνή. Γι’ αυτό δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα άλλαζε γραμμή και θα ακολουθούσε μια πολιτική που θα οδηγούσε στο σφάξιμο της κότας».
Στην κότα που περιγράφει, λοιπόν, εκατομμύρια Ευρωπαίοι δεν βλέπουν τα χρυσά αβγά (άλλωστε, δεν έχουν κανένα όφελος από αυτά), αλλά ότι για να τα γεννήσει πρέπει πρώτα να φάει το δικό τους φαγητό, ακόμη και πάνω από το τραπέζι! Έτσι, όχι μόνο στον Νότο, αλλά και σε αρκετές χώρες του Βορρά, οι δράσεις των Γερμανών που μοιάζουν να έχουν στόχο την πλήρη μετατροπή του ευρώ σε ένα πανευρωπαϊκό μάρκο προκαλούν ήδη ισχυρές αντιδράσεις, προς την κατεύθυνση της αποτίναξης του ζυγού του ενιαίου νομίσματος -το οποίο, όπως άλλωστε και κάθε νόμισμα, «κουβαλά» μαζί του μια ολοκληρωμένη πολιτική και οικονομική φιλοσοφία.
Η Ιταλία του Γκρίλο
Η πολιτική αβεβαιότητα η οποία επικρατεί στην Ιταλία και η αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης, ενάμιση μήνα μετά τις βουλευτικές εκλογές, αποτελούν ασφαλώς μια από τις μεγαλύτερες πηγές ανησυχίας για τα επιτελεία των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Εκεί όπου, εάν είχαν τη δυνατότητα, θα διέγραφαν με μία κίνηση από την… οθόνη τον Μπέπε Γκρίλο, ο οποίος όχι απλώς τολμά να βγαίνει δημοσίως υποστηρίζοντας την αποχώρηση από το ευρώ (έστω και όχι δογματικά), αλλά επιβραβεύεται γι’ αυτό, με διαρκή ενίσχυση των ποσοστών του, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Δυστυχώς γι’ αυτούς, όμως, κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό -τουλάχιστον, όχι ακόμη. Και ακόμη δυστυχέστερα, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι ακόμη και στην περίπτωση που επιτευχθεί πολιτικός συμβιβασμός, ακόμη και αν ένας νέος εκλογικός νόμος επιτρέψει τον σχηματισμό κυβέρνησης με ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το πλήγμα που έχει δεχθεί η «ευρωπαϊκή ιδέα» είναι πρακτικά μη αναστρέψιμο -όπως, άλλωστε, συμβαίνει στην Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ελλάδα και άλλες χώρες.
Η κόρη του ιδρυτή του Εθνικού Μετώπου δεν έχει κρύψει ούτε μία στιγμή την απέχθειά της απέναντι στην εκχώρηση έστω και τμήματος της εθνικής κυριαρχίας από το Παρίσι προς διάφορους υπερεθνικούς οργανισμούς, πολύ δε περισσότερο προς τους Γερμανούς. Σήμερα, στη Γαλλία, η Ακροδεξιά αποτελεί τον βασικό πόλο συσπείρωσης των πάσης φύσης «ευρωσκεπτικιστών», οι οποίοι πληθαίνουν και ισχυροποιούνται όσο αποδεικνύεται η αδυναμία του Φρανσουά Ολάντ να διεκδικήσει κάτι καλύτερο για τη χώρα του. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η Μαρίν Λεπέν δεν περιορίζει τα βέλη της στο ευρώ, αλλά τα στρέφει συνολικά κατά της Ε.Ε. «Καλώ τον πρόεδρο να οργανώσει ένα δημοψήφισμα για την έξοδο της Γαλλίας από την Ε.Ε.», δήλωσε στις αρχές Μαρτίου σε συνέδριο του κόμματός της, προσδιορίζοντάς το και χρονικά: τον Ιανουάριο του 2014. Μάλιστα, έθεσε ως όρο για την απόσυρση του αιτήματος για δημοψήφισμα την επιστροφή στο φράγκο και την αποχώρηση από τη Συμφωνία του Σένγκεν, η οποία επιτρέπει την ελεύθερη διακίνηση προσώπων στις χώρες οι οποίες την έχουν υπογράψει.
Η Βρετανία του Κάμερον
Ορισμένοι θεωρούν ίσως ότι η Βρετανία αποτελεί μια ιδιαίτερη και μεμονωμένη περίπτωση, ενώ δεν δείχνουν να επηρεάζονται από το γεγονός ότι, ήδη, ο Συντηρητικός πρωθυπουργός της Ντέιβιντ Κάμερον έχει προαναγγείλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος με αντικείμενο την παραμονή ή όχι της χώρας στην ΕΕ -σε συνδυασμό, όπως ο ίδιος έχει πει, με το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης για το ειδικό καθεστώς που διεκδικεί το Λονδίνο από τις Βρυξέλλες και τους εταίρους του. Κάνουν λάθος, όμως, είτε ηθελημένα είτε από άγνοια.
Για την ώρα, βεβαίως, είναι γεγονός ότι κανείς δεν τολμά να ταχθεί ανοιχτά με τους Βρετανούς (εκτός από τον μέχρι πρόσφατα πρόεδρο της Τσεχίας, Βάτσλαβ Κλάους, ο οποίος αρνούνταν ακόμη και να αναρτήσει τη σημαία της ΕΕ στο προεδρικό μέγαρο). Όμως, δεν είναι λίγοι εκείνοι που -άλλοτε υπογείως και άλλοτε πιο φανερά- επιδιώκουν τη στήριξή τους και προσβλέπουν στο πρέσινγκ που μπορούν να ασκήσουν στην Μέρκελ για να πάρουν και οι ίδιοι μια ανάσα. Οσο δε η κρίση συνεχίζεται και βαθαίνει, η τάση αυτή είναι πολύ πιθανό να ενισχύεται και να εκδηλώνεται πιο ανοιχτά.
Οι ευρωεκλογές του 2014
Υπό αυτές τις συνθήκες, η πρόκληση ενός «ατυχήματος» -όπως είθισται να ονομάζεται- που θα προκαλέσει απρόβλεπτες και αλυσιδωτές εξελίξεις στην Ευρώπη μοιάζει ολοένα πιο πιθανή.
Ορισμένοι θεωρούν ότι δεν είναι απίθανο αυτό να συμβεί ακόμη και πριν από τις γερμανικές βουλευτικές εκλογές, στις 22 του ερχόμενου Σεπτεμβρίου -θεωρούν, όμως, πολύ πιο πιθανό να εκδηλωθεί μετά. Ισως δε οι επόμενες ευρωεκλογές -τον Ιούνιο του 2014- να είναι αυτές που θα προσφέρουν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για μεγάλες ανατροπές σε πολιτικό επίπεδο.
Χωρίς το άγχος και τους εκβιασμούς για την αναγκαιότητα σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης, με τη φτώχεια και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους να σαρώνουν το μεγαλύτερο τμήμα της Γηραιάς Ηπείρου, αλλά και με την Μέρκελ να συνεχίζει (όπως όλα δείχνουν) να δίνει το τέμπο στην πολιτική του Βερολίνου, μια έκρηξη μεγατόνων δεν θα αποτελεί έκπληξη. Κάθε άλλο…
Ακροδεξιά vs παραδοσιακή Αριστερά
Κερδισμένοι και χαμένοι από τη «μάχη του ευρώ»
Θεωρητικά, η κρίση του «υπαρκτού καπιταλισμού» θα έπρεπε να είναι το πιο προνομιακό πεδίο δράσης για την -πέραν της σοσιαλδημοκρατίας- ευρωπαϊκή αριστερά. Αλλωστε, ήταν αυτή που όλα τα προηγούμενα χρόνια επέμενε στις δομικές αδυναμίες του συστήματος και τις κοινωνικές ανισότητες τις οποίες παράγει, που καυτηρίαζε την αντιδημοκρατική λογική των διευθυντηρίων στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, που κατήγγειλε την παντοδυναμία των τραπεζών και της ΕΚΤ, που προέβλεπε -με τον ένα ή τον άλλο τρόπο- την επερχόμενη κρίση. Ετσι, θα ανέμενε κανείς ότι η επιβεβαίωσή της στην πράξη θα οδηγούσε σε εκτίναξη της κοινωνικής και πολιτικής της επιρροής. Κι όμως, στις περισσότερες χώρες η παραδοσιακή αριστερά όχι απλώς δεν βρίσκεται στο κέντρο των πολιτικών εξελίξεων, αλλά έχει περιθωριοποιηθεί.
Με εξαίρεση την Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, την Ισπανία της Ενωμένης Αριστεράς (6,9% στις εκλογές του 2011 και ενισχύεται στις δημοσκοπήσεις) και την Πορτογαλία (το 2011, η συμμαχία Κομμουνιστών – Πράσινων και το Αριστερό Μπλοκ πήραν αθροιστικά 13%), η γενικότερη εικόνα είναι απογοητευτική: στην Ιταλία, το ένδοξο παρελθόν του κραταιού Κ.Κ. και της ελπιδοφόρας Κομμουνιστικής Επανίδρυσης μοιάζει πολύ μακρινό. Στη Γαλλία, οι διάφορες εκδοχές των κομμουνιστικών κομμάτων, από την… επίσημη ως την τροτσκιστική, βρίσκονται σε παρακμή. Οσο για τη Γερμανία, την Αυστρία, τη Βρετανία και, φυσικά, τις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, εκεί ακόμη και οι λέξεις Αριστερά και Κομμουνισμός είναι περίπου… εκτός νόμου!
Αντιθέτως, οι διάφορες παραλλαγές της Ακροδεξιάς εμφανίζουν μια πρωτόγνωρη άνθηση τόσο σε επίπεδο ποσοστών όσο και ιδεολογικής επίδρασης. Σε βαθμό, μάλιστα, που στις ευρωεκλογές του 2014 να είναι πολύ πιθανό να σχηματίσουν μια ισχυρή και υπολογίσιμη ομάδα στις Βρυξέλλες, με πολύ περισσότερα μέλη από τα 34 που διαθέτει σήμερα η «Ευρώπη της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας» (χωρίς, μάλιστα, τη συμμετοχή των τριών του γαλλικού Εθνικού Μετώπου).
Αναμφίβολα, δε, το ζήτημα που θα κρίνει τις εκλογικές τάσεις στην Ευρώπη το επόμενο διάστημα είναι η στάση απέναντι και στη προσπάθεια της Γερμανίας να ηγεμονεύσει, αλλά και στο ίδιο το ευρώ. Και εδώ, η Ακροδεξιά μοιάζει να έχει το τακτικό πλεονέκτημα, καθώς οι τοποθετήσεις της είναι ξεκάθαρες: όχι σε όλα. Αντιθέτως, η Αριστερά «ψάχνεται»: εντός, εκτός ή επί τα αυτά;
Κατά Μέρκελ
Εφτιαξαν… «μέτωπο» Ρεν, Βέλγοι και Σόρος!
Πυρά από πολλές πλευρές δέχθηκαν αυτή την εβδομάδα η Αγκελα Μέρκελ και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική τους οξύνει τις υπάρχουσες αντιθέσεις και κλιμακώνει τις αντιδράσεις. Ακόμη και ο Όλι Ρεν, ο οποίος έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο το προηγούμενο διάστημα στην (γερμανικής έμπνευσης) επίθεση λιτότητας κατά των απείθαρχων χωρών της Ευρώπης, επιχείρησε να «νουθετήσει» δημοσίως τους Γερμανούς. «Συνιστούμε στη Γερμανία να κάνει βήματα προκειμένου να τονώσει την εσωτερική ζήτηση, προωθώντας διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, κάτι που θεωρούμε πιο σημαντικό», δήλωσε ο Ευρωπαίος επίτροπος, στην αναφορά του στις μεγάλες ανισορροπίες που παρατηρούνται στο εσωτερικό της Ε.Ε.
Ακόμη πιο «χοντρά» τους τα είπε ο Τζορτζ Σόρος, ο οποίος δεν έχει καμία θεσμική ή οικονομική εξάρτηση από το Βερολίνο. «Είτε η Γερμανία θα αποδεχθεί την έκδοση ευρω-ομολόγων είτε θα πρέπει να αποχωρήσει από το ευρώ», είπε μιλώντας σε ημερίδα που έγινε στη Φραγκφούρτη -και προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, έντονες αντιδράσεις από γερμανικής πλευράς, με πολλούς να του υπενθυμίζουν ότι, ως γνωστός κερδοσκόπος και «φονέας της στερλίνας», είναι ο τελευταίος που δικαιούνται να μιλάει και να δίνει συμβουλές για τέτοιου είδους θέματα.
Ισως, όμως, η πιο ουσιαστική κριτική που ασκήθηκε τις προηγούμενες μέρες ήρθε από το Βέλγιο και μάλιστα με ένα ασυνήθιστο τρόπο: Η κυβέρνηση των Βρυξελλών προσέφυγε στις ευρωπαϊκές αρχές -οι οποίες έχουν την έδρα τους επίσης στις Βρυξέλλες!- καταγγέλλοντας τη Γερμανία για «κοινωνικό ντάμπινγκ» που νοθεύει τις αρχές της ενιαίας εσωτερικής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Η υπόθεση αφορά το καθεστώς των «mini jobs», δηλαδή τις θέσεις εργασίας που απασχολούν σήμερα περίπου 7,5 εκατ. Γερμανούς, έναντι αμοιβής 3-4 ευρώ ανά ώρα και χωρίς ασφαλιστικές εισφορές -όταν οι αντίστοιχες αμοιβές στο Βέλγιο είναι 13-14 ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται οι εισφορές.
Εάν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τα γνωστά στοιχεία για το πόσο κερδισμένη είναι η Γερμανία από την αθρόα εισροή κεφαλαίων και το φτηνό χρήμα, καθώς θεωρείται όαση σταθερότητας στην παραπαίουσα από την κρίση Ευρώπη, τότε το συμπέρασμα είναι μάλλον αυτονόητο…
Γερμανοφοβία
Οι… λαθροχειρίες του Βερολίνου
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει γερμανοφοβία στην Ευρώπη», δήλωσε, μιλώντας στο περιοδικό Der Spiegel ο Βρετανός ιστορικός Μπρένταν Σιμς, συγγραφέας ενός βιβλίου το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα και περιγράφει τη σύγκρουση για την κυριαρχία στην Ευρώπη στη διάρκεια των τελευταίων 500 ετών. «Η ισχύς της Γερμανίας δεν αποτυπώνεται σε στρατιωτικό επίπεδο. Αφορά, κυρίως, τη δομική της ενίσχυση, η οποία καθίσταται εμφανής σε οικονομικό επίπεδο», σημειώνει ο Σιμς.
Παρά δε τις επικοινωνιακές λαθροχειρίες που κατά καιρούς επιχειρεί το Βερολίνο, η εντύπωση δεν δείχνει να αμβλύνεται. Ενδεικτικό είναι αυτό που συνέβη με αφορμή τα στοιχεία της ΕΚΤ αναφορικά με τον πλούτο των νοικοκυριών στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Την ώρα που σύσσωμα σχεδόν τα γερμανικά ΜΜΕ έσπευδαν να χαρακτηρίσουν τους πολίτες της χώρας τους ως τους πιο αδικημένους και τους Κύπριους ως τους πιο ευνοημένους -«οι Γερμανοί είναι οι φτωχότεροι στην Ευρωζώνη» τιτλοφορούσε το εκτενές της ρεπορτάζ η εφημερίδα FAZ!- ελάχιστοι έδωσαν σημασία στα… δάκρυά τους.
Θέμα ερμηνείας…
Δικαίως, άλλωστε, καθώς, όπως σημείωνε σε ανάλυσή της την Τετάρτη η εφημερίδα International Herald Tribune, τα συμπεράσματα των Γερμανών «μπάζουν» από αρκετές πλευρές. Για παράδειγμα, καθώς ο πλούτος στον οποίο γίνεται αναφορά αφορά νοικοκυριά και όχι μεμονωμένα άτομα, σε χώρες όπου ο μέσος αριθμός των μελών ενός νοικοκυριού είναι σχεδόν διπλάσιος σε σχέση με τον αντίστοιχο στη Γερμανία -όπως συμβαίνει με την Κύπρο, την Ισπανία και άλλες χώρες- είναι αναμενόμενο ότι το τελικό άθροισμα θα είναι μεγαλύτερο. Επίσης, τα γερμανικά ΜΜΕ «παρέλειψαν» να αναφέρουν ότι η έρευνα της ΕΚΤ διεξήχθη το 2009 και 2010, προτού δηλαδή η κρίση εκδηλωθεί σε όλη της την έκταση και το βάθος.
Από τότε μέχρι σήμερα, όμως, σε αρκετές χώρες και ειδικά στον Νότο η αξία των ακινήτων έχει μειωθεί κατακόρυφα -κάτι που σημαίνει ότι και ο πλούτος κάθε νοικοκυριού έχει υποχωρήσει σημαντικά. Τέλος, οι Γερμανοί αποφάσισαν -γιατί άραγε;- να βασίσουν τα συμπεράσματά τους όχι στον αριθμό ο οποίος αφορά τον μέσο όρο του πλούτου, αλλά σε έναν άλλο, που αποτυπώνει την αξία των περιουσιακών στοιχείων του νοικοκυριού που βρίσκεται ακριβώς στη μέση της κλίμακας.
Ετσι, όμως, εκτός από… παραποίηση, πρέπει να κατηγορηθούν και για απόκρυψη στοιχείων. Διότι, όπως σημειώνει η ίδια η ΕΚΤ, όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά ανάμεσα στον ένα και τον άλλο αριθμό σε μια χώρα τόσο πιο έντονες είναι και οι κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό της. Και στη Γερμανία, η απόσταση αυτή είναι μία από τις πιο εντυπωσιακές σε όλη την Ευρώπη, καθώς ο μέσος πλούτος είναι σχεδόν τετραπλάσιος από εκείνον του νοικοκυριού που βρίσκεται στο μέσο της κλίμακας -όταν στην Ευρωζώνη είναι ο διπλάσιος…
Του Γιώργου Παυλόπουλου, imerisia.gr