Αγανάκτηση και απογοήτευση περιέχει η ανακοίνωση του ΣΕΦ για τις ρυθμίσεις του ΥΠΕΚΑ, με την πολύ υψηλή έκτακτη εισφορά των φωτοβολταϊκών αλλά και την μείωση του χρόνου υλοποίησης των υπογεγραμμένων συμβάσεων.
Αναλυτικά, ο ΣΕΦ στην ανακοίνωσή του επισημαίνει:
«Βαριά λαβωμένη βγαίνει η αγορά φωτοβολταϊκών από τις ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν τελικά στις 7/11. Όχι μόνο γιατί οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο ύψος της “έκτακτης” εισφοράς ήταν αμελητέες, αλλά και γιατί παράλληλα δεν υπήρξε η δυνατότητα συζήτησης και βελτίωσης των λοιπών ρυθμίσεων που περιελάμβανε η “νομοθετική πρωτοβουλία” του ΥΠΕΚΑ. Έτσι, στο οικονομικό αδιέξοδο χιλιάδων επενδυτών ήρθε να προστεθεί η ουσιαστική απαξίωση επενδύσεων εκατοντάδων εκατομμυρίων που προγραμματίζονταν για τα προσεχή έτη.
Πηγή των προβλημάτων είναι η αλλαγή στάσης του ΥΠΕΚΑ υπό τη νέα ηγεσία του, το οποίο δεν διαβουλεύεται πλέον με τους φορείς της αγοράς, αλλά αποφασίζει μέτρα πρόχειρα εν κρυπτώ και τα νομοθετεί όταν η δυνατότητα αντίδρασης είναι μηδενική (15αύγουστος, Μνημόνιο).
Το ΥΠΕΚΑ ισχυρίζεται πως “οι αποδόσεις των επενδύσεων σε φωτοβολταϊκά παραμένουν υψηλές και ελκυστικές για τους ενδιαφερόμενους”. Δυστυχώς, για κάποιες κατηγορίες επενδυτών, η πραγματικότητα είναι διαφορετική και τα νούμερα “δεν βγαίνουν”. Το αποδεικνύει η εισήγηση της ΡΑΕ την οποία αγνόησε ο υφυπουργός όταν νομοθέτησε τις ταρίφες για νέα έργα. Το αποδεικνύει η κοινή λογική, όταν τα έσοδα έργων που υλοποιήθηκαν με εντελώς διαφορετικές παραμέτρους κόστους περικόπτονται με τον ίδιο συντελεστή.
Το ΥΠΕΚΑ ισχυρίζεται πως καταργώντας υπογεγραμμένες συμβάσεις που έδιναν τη δυνατότητα υλοποίησης κάποιων συστημάτων ως τον Ιανουάριο του 2014 και υποχρεώνοντας τους επενδυτές να συνδέσουν τα έργα τους ως τα μέσα Μαρτίου 2013, “προωθείται η υλοποίηση των υγιών επενδύσεων”. Η αλήθεια είναι πως έργα ισχύος περί τα 600 μεγαβάτ (MW) κινδυνεύουν να ακυρωθούν, γιατί είναι πρακτικά αδύνατο να υλοποιηθούν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, αν η κατασκευή τους δεν έχει ήδη ανατεθεί και η χρηματοδότησή τους δεν έχει ήδη εξασφαλιστεί, ενώ έργα που είναι σε εξέλιξη κινδυνεύουν να μην ολοκληρωθούν εγκαίρως μέσα στο χειμώνα.
Το ΥΠΕΚΑ ισχυρίζεται πως “η υποχρέωση των Διαχειριστών να υλοποιούν τα έργα σύνδεσης εντός συγκεκριμένων προθεσμιών και η πρόβλεψη για την προστασία των επενδυτών σε αντίθετη περίπτωση, ενισχύει το επενδυτικό περιβάλλον και προστατεύει από αδιαφανείς διαδικασίες”. Η αλήθεια είναι πως η ρύθμιση αυτή νομιμοποιεί πρακτικά τις αναίτιες καθυστερήσεις του Διαχειριστή σε βάρος των επενδυτών (π.χ. ακόμη και για έργα πολύ μικρής κλίμακας, ο Διαχειριστής αποκτά το “δικαίωμα” να καθυστερήσει 12 μήνες!), ενώ οι αποζημιώσεις που καλείται να δώσει ο Διαχειριστής αν αθετήσει και αυτές τις απαράδεκτα μεγάλες προθεσμίες, είναι ένα ασήμαντο κλάσμα της ζημίας που υφίσταται ο επενδυτής από διαφυγόντα κέρδη.
Το ΥΠΕΚΑ δεν εξήγησε φυσικά γιατί οι ρυθμίσεις αυτές πέρασαν με τη μορφή κατεπείγοντος στο νομοσχέδιο για το Μνημόνιο, αφού θα μπορούσαν να περάσουν οποιαδήποτε άλλη στιγμή και αφού συζητηθούν με τους ενδιαφερόμενους και τους εκπροσώπους του Κοινοβουλίου. Δεν εξήγησε επίσης γιατί, ενώ τα προβλήματα ρευστότητας στην αγορά ηλεκτρισμού κατά ένα μικρό μόνο μέρος σχετίζονται με τις ΑΠΕ, δεν έχει πάρει την παραμικρή πρωτοβουλία για να αντιμετωπίσει τα ζητήματα της αγοράς στο σύνολό τους, παρά επικέντρωσε επί πέντε μήνες μόνο στα φωτοβολταϊκά και (από χθες με “καραμπόλα”) και στις άλλες ΑΠΕ.
Αν το ΥΠΕΚΑ θέλει να δείξει ότι δεν είναι εχθρικό προς τα φωτοβολταϊκά (όπως μαρτυρούν όλες του οι κινήσεις τους τελευταίους μήνες), ας άρει άμεσα την αναστολή αδειοδότησης νέων φωτοβολταϊκών και ας αναθεωρήσει τάχιστα τον εθνικό στόχο για τα φωτοβολταϊκά, για να υπάρχει μέλλον και προοπτική για το “εθνικό καύσιμο” της χώρας, τον ήλιο, και για να μην απειληθούν χιλιάδες θέσεις απασχόλησης. Η ανάπτυξη δεν γίνεται με λόγια και ευχολόγια. Απαιτούνται πράξεις, πράξεις όμως θετικές και όχι προς την κατεύθυνση κατεδάφισης ενός ολόκληρου κλάδου.»