Ο Πρόεδρος του ΣΠΕΦ, Στέλιος Λουμάκης με σημερινή του παρέμβαση χαρακτηρίζει σοβαρό ολίσθημα, την εκ των υστέρων φορολόγηση του τζίρου των εν λειτουργία φωτοβολταϊκών μονάδων.
«Διανύοντας μια από τις πιο σκοτεινές για την οικονομία φάσεις σε όλη την διάρκεια της σύγχρονης ως Χώρα ιστορίας μας, ο εμπλεκόμενος στην ηλεκτροπαραγωγή από φωτοβολταϊκά επιχειρηματικός κόσμος παρακολουθεί εμβρόντητος την τελική διαμόρφωση των αποφάσεων της Πολιτικής ηγεσίας επί του μέχρι χθες τουλάχιστον αδιανόητου σεναρίου της επιβολής οριζόντιας και μάλιστα ισοπεδωτικής εκ των υστέρων φορολογίας επί του τζίρου των εν λειτουργία επιχειρήσεων.
Έχοντας εσχάτως προεκλογικά ζήσει την καθησυχαστική καθολική αντίδραση των συμμετεχόντων στην Κυβέρνηση κομμάτων επί της πρότασης της αντιπολίτευσης για φορολόγηση του τζίρου των μεγάλων μόλις επιχειρήσεων σε ποσοστά της τάξεως του 1 – 2%, προκαλεί εύλογη απορία αν όχι παράλυση το άνοιγμα εκ νέου του κεφαλαίου αυτού και μάλιστα με περισσή σφοδρότητα και σπουδή.
Η Πολιτεία με τις φερόμενες ως “κλειδωμένες” αποφάσεις της όσον αφορά την εκ των υστέρων φορολόγηση του τζίρου των εν λειτουργία μέχρι σήμερα ηλεκτροπαραγωγικών από Φ/Β επιχειρήσεων και μάλιστα οριζόντια με διψήφια ποσοστά, δείχνει προκλητικά να αδιαφορεί για το μέγεθος και τις αντοχές τους, τα δάνεια που αυτές έλαβαν με σκοπό ακριβώς τις συγκεκριμένες επενδύσεις και την αποπληρωμή τους και ίσως πιο σημαντικά την επιστροφή των ιδίων κεφαλαίων που οι παραγωγοί επένδυσαν και που στην πλειονότητα τους αποτελούσαν οικονομίες ζωής. Η επικίνδυνη ατραπός αυτή φαίνεται μάλλον να είναι το πρώτο βήμα ενός ολισθηρού για την οικονομία και την κοινωνία συνολικά νέου κεφαλαίου φορολογικής πολιτικής και κουλτούρας. Ξεκινώντας από την «παραδειγματική» φορολογική τιμωρία των εν λειτουργία ΑΠΕ και μάλιστα του πολλά υποσχόμενου κλάδου των φωτοβολταϊκών, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι το μέτρο αυτό θα επεκταθεί και αλλού στην οικονομία. Αν η φορολόγηση του τζίρου ξεκινήσει, καμία Κυβέρνηση και για πάρα πολλά χρόνια δεν θα μπορέσει ποτέ ίσως να πείσει πως τούτο δεν θα ξανασυμβεί. Στην σκέψη του κάθε επενδυτή θα καιροφυλαχτεί διαχρονικά ο φόβος πως επενδύοντας στην Ελλάδα, υπό τις όποιες δύσκολες συνθήκες αυτό συνεπάγεται, ακόμη και αν καταφέρει η προσπάθεια του να αποφέρει καρπούς αυτό θα σημάνει την εκ των υστέρων επιπλέον άδικη οριζόντια φορολόγηση του και μάλιστα επί του τζίρου.
Τα επιχειρήματα που έχουν ακουστεί για την έκτακτη ή κατ’ εξαίρεση επιβολή του μέτρου αυτού μάλλον δεν πείθουν. Το έλλειμμα του Λειτουργού της αγοράς, που αφέθηκε παρατεταμένα στην μοίρα του ώστε να φθάσει ακόμη και στην στάση πληρωμών, έχει ποικίλα αίτια με κυριότερο την αδράνεια, τις στρεβλώσεις και την επανειλημμένη ολιγωρία υλοποίησης συμπεφωνημένων μέτρων που θεσπίστηκαν ακόμα και μόλις τον περασμένο Ιανουάριο. Το αν η Χώρα μας θέλει τελικώς την εγχώρια από ΑΠΕ ηλεκτροπαραγωγή και την ευεργετική ενεργειακή απεξάρτηση από το εξωτερικό που αυτή συνεπάγεται μέλει να φανεί. Δυστυχώς ο πρόλογος που προωθείται μέσω της εκ των υστέρων φορολόγησης του τζίρου των εν λειτουργία ηλεκτροπαραγωγικών από Φ/Β επιχειρήσεων χωρίς καμία περαιτέρω συζήτηση για τις πραγματικές στρεβλώσεις που προκάλεσαν το έλλειμμα του ΛΑΓΗΕ και που επανειλημμένα έχουν αναδείξει έγκυρες μελέτες όπως του ΙΟΒΕ (το 60% του τέλους ΕΤΜΕΑΡ δεν πηγαίνει στις ΑΠΕ), του ΑΠΘ (το αποφευγόμενο κόστος για το σύστημα από την λειτουργία των Φωτοβολταϊκών το 2012 φθάνει τα 245 εκατ. ευρώ), μάλλον θα οδηγήσει στον αφελληνισμό της ηλεκτροπαραγωγής. Οι οικονομίες κλίμακας που απαιτούνται για να αντέξει μια επιχείρηση την φορολόγηση του τζίρου της με διψήφια μάλιστα ποσοστά είναι πέραν των δυνατοτήτων των ελληνικών επιχειρήσεων.
Σε εθνικό τέλος επίπεδο και εντός της δημοσιονομικής πειθαρχίας του ευρώ η παράμετρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι υπερκρίσιμη για την οικονομία και η ανάσχεση των εισαγωγών σε ενεργειακές πρώτες ύλες για ηλεκτροπαραγωγή οφείλει να αποτελέσει απόλυτη προτεραιότητα. Δυστυχώς η Χώρα μας κινείται μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση αφού η ηλεκτροπαραγωγή από εισαγόμενο φυσικό αέριο εξακολουθεί μέσω των στρεβλώσεων διαχρονικά να προστατεύεται και να επιδοτείται. Η συζήτηση λοιπόν που εν κατακλείδι οφείλει άμεσα να ανοίξει και μάλιστα με γνώμονα το μακροπρόθεσμο εθνικό συμφέρον, είναι αυτή του άμεσου εξορθολογισμού της λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς ηλεκτρισμού ώστε και ο καταναλωτής να γνωρίζει ακριβώς τι πληρώνει και που αυτό τελικώς πηγαίνει. Οι ΑΠΕ, που με την λειτουργία τους αποφεύγουν για τουλάχιστον 25 χρόνια, την εξαγωγή πολύτιμου «συναλλάγματος» στο εξωτερικό για τον ηλεκτρισμό που παράγουν, πρέπει οπωσδήποτε να κυριαρχήσουν στο ενεργειακό μίγμα.»