Η παραμονή του Β. Σόιμπλε στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών και η ανάληψη του «υπερυπουργείου» Οικονομίας και Ενέργειας από τον πρόεδρο του SPD Ζ. Γκάμπριελ φωτογραφίζουν τις υψηλές προτεραιότητες της συγκυβέρνησης.
Πάνω από δυόμισι μήνες διήρκεσαν στη Γερμανία οι διαπραγματεύσεις Χριστιανοδημοκρατών (CDU/CSU) και Σοσιαλδημοκρατών (SPD) για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού. Το αποτέλεσμά τους συνοψίζεται σε ένα κείμενο έκτασης 185 σελίδων, το οποίο περιέχει την προγραμματική συμφωνία των εταίρων για την διακυβέρνηση της χώρας τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Λιγότερο στο κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας και περισσότερο στην επιλογή των προσώπων που καλούνται να την υλοποιήσουν διακρίνονται οι προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης υπό την καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ.
Τόσο η παραμονή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο τιμόνι του υπουργείου Οικονομικών όσο και η δημιουργία του «υπερυπουργείου» Οικονομίας και Ενέργειας, το οποίο θα αναλάβει ο πρόεδρος των Σοσιαλδημοκρατών και αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ εκπέμπουν σημαντικά μηνύματα όχι μόνο εντός αλλά και εκτός Γερμανίας.
Προτεραιότητα η προώθηση της δημοσιονομικής ένωσης
Η διατήρηση του χαρτοφυλακίου των Οικονομικών από τον 72χρονο Σόιμπλε καταδεικνύει ότι η περαιτέρω ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης παραμένει υψηλή προτεραιότητα της Γερμανίας. Η επιτυχής διαχείριση της «ευρωκρίσης» και η ολοκλήρωση της δημοσιονομικής και της τραπεζικής ένωσης είναι στο επίκεντρο της στρατηγικής του Σόιμπλε. Ο χριστιανοδημοκράτης πολιτικός θεωρεί τη δημιουργία μιας «πραγματικής δημοσιονομικής ένωσης» προϋπόθεση για οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή εξέλιξη, π.χ. την έκδοση ευρωομολόγων. Στο πεδίο της ευρωπαϊκής πολιτικής η γερμανική στάση δεν θα αλλάξει με τη συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών στην κυβέρνηση. Τα προτάγματα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων παραμένουν βασικοί άξονες στο γερμανικό σύστημα διαχείρισης της «ευρωκρίσης». Άλλωστε, επί της ουσίας δεν διαφωνούν με αυτή την ιεράρχηση ούτε οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες, απλώς οι τελευταίοι δίνουν περισσότερη έμφαση στην ανάπτυξη.
Η απεμπόληση των προτάσεων τους υπέρ της έκδοσης «ευρωομολόγων» και της σύστασης ταμείου απόσβεσης χρέους για την ανακούφιση των χωρών της κρίσης στη διάρκεια των συνομιλιών με τους Χριστιανοδημοκράτες καταδεικνύει ότι και η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία υιοθετεί την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του Σόιμπλε. Η γερμανική εμμονή στη δημοσιονομική εξυγίανση και τις μεταρρυθμίσεις δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι η «δοσολογία» προς τις χώρες της κρίσης θα παραμείνει η ίδια. Αναλυτές εκτιμούν ότι μετά τις ευρωεκλογές θα ανοίξει η συζήτηση για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Το στοίχημα της «ενεργειακής στροφής»
Η ανάληψη του «υπερυπουργείου» Οικονομίας και Ενέργειας από τον σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Ζίγκμαρ Γκάμπριελ υπογραμμίζει το δεύτερο μεγάλο στοίχημα της Γερμανίας: το πρότζεκτ της στροφής στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας μετά την αποστασιοποίηση από την πυρηνική ενέργεια που αποφάσισε η γερμανική κυβέρνηση εξαιτίας του πυρηνικού ατυχήματος στην Φουκουσίμα. Στόχος της Γερμανίας είναι η μετάβαση σε «καθαρές μορφές» ενέργειας χωρίς να επιβαρυνθούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Ένα δύσκολο εγχείρημα, το οποίο θα απαιτήσει την σύμπραξη όλων των «παικτών». Από την έκβασή του δεν θα κριθεί μόνο η ενεργειακή κάλυψη της Γερμανίας, αλλά θα δρομολογηθούν εξελίξεις και στο πεδίο της προστασίας του κλίματος σε ευρωπαϊκή και παγκόσμια κλίμακα. Ο Γκάμπριελ εμφανίζεται διατεθειμένος να πάρει το ρίσκο. Είναι το δεύτερο μεγάλο ρίσκο που παίρνει, μετά την απόφασή του για τη διενέργεια εσωκομματικού δημοψηφίσματος στο SPD με διακύβευμα την συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες. Το πρώτο στοίχημα το κέρδισε. Το δεύτερο θα είναι πιο δύσκολο.
Δύσκολη υπόθεση χαρακτηρίζεται και η καθιέρωση του κατώτατου μισθού, την οποία θα αναλάβει το υπουργείο Εργασίας της γγ του SPD Αντρέα Νάλες με τη συνεργασία του υπουργείου Οικονομίας. Ωστόσο, οι κυβερνητικοί εταίροι αποφάσισαν να υλοποιήσουν το σχέδιο σταδιακά και σε βάθος χρόνου μέχρι το 2017, οπότε δεν αναμένονται ισχυρές αντιστάσεις από τους συνδέσμους των εργοδοτών. Άλλωστε η νέα κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να λάβει μέτρα για την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης και την αύξηση του βιοτικού επιπέδου και αυτά απαιτούν μισθολογικές αυξήσεις.
Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και Γιοργκ Άσμουσεν οι εκπλήξεις
Σε γενικές γραμμές, η στελέχωση της κυβέρνησης επαλήθευσε τις προγνώσεις.
Υπάρχουν όμως και οι εκπλήξεις. Η ανάληψη του υπουργείου Άμυνας από την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν δεν ήταν αναμενόμενη. Είναι η πρώτη γυναίκα υπουργός στο πόστο αυτό και πολλοί ερμηνεύουν την τοποθέτησή της ως δαχτυλίδι διαδοχής της καγκελαρίου Μέρκελ. Μια δεύτερη έκπληξη και μάλιστα με ευρωπαϊκές προεκτάσεις είναι η περίπτωση του Γιοργκ Άσμουσεν, ο οποίος εγκαταλείπει το διευθυντήριο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, για να γίνει υφυπουργός Εργασίας. Αναλυτές εκτιμούν ότι ο Άσμουσεν πάει στο εν λόγω υπουργείο προκειμένου να συμβάλει στην καθιέρωση του κατώτατου μισθού με την τεχνογνωσία του. Ο ίδιος επικαλείται προσωπικούς λόγους, δηλαδή τα παιδιά του που ζουν στο Βερολίνο, ενώ αυτός εργάζεται στη Φραγκφούρτη. Όμως το πολίτικουμ της ιστορίας δεν είναι αυτό, αλλά το ποιος θα διαδεχθεί τον Άσμουσεν στο διευθυντήριο της ΕΚΤ. Η Γερμανία διεκδικεί τη θέση, όπως υπογράμμισε η καγκελάριος Μέρκελ λέγοντας ότι θα αποφασιστεί από την συγκυβέρνηση ποιος θα αναλάβει. Υποψήφιες είναι σύμφωνα με πληροφορίες τρεις γυναίκες: Η αντιπρόεδρος της Bundesbank Σαμπίνε Λάουτενσλέγκερ, η επικεφαλής της εποπτικής αρχής BaFin Έλκε Κένιχ και η διευθύντρια του Ινστιτούτου Οικονομικών Μελετών της Χάλε Κλαούντια Μπαχ.
Μονόδρομος ο «μεγάλος συνασπισμός»
Η παρούσα κυβέρνηση συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών μπορεί να μην είναι «γάμος από έρωτα», αλλά δεν συνιστά μόνο αποτέλεσμα του συσχετισμού των δυνάμεων, όπως αυτός διαμορφώθηκε στις πρόσφατες εκλογές. Η συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλδημοκράτες ανταποκρίνεται στην επιθυμία της καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία γνωρίζει πόσο σημαντικές είναι οι προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπη η Γερμανία και η Ευρώπη. Η εμπειρία της από την προηγούμενη συγκυβέρνηση με το SPD είναι θετική. Η επιτυχής διαχείριση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007-2008 (με την κατάρρευση της Lehman Brothers) αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στον τότε υπουργό Οικονομικών, σοσιαλδημοκράτη Πέερ Στάινμπρουκ. Το ίδιο ζωτικής σημασίας είναι και τα σημερινά πολιτικά διακυβεύματα. Το βάρος τους δεν θα μπορούσε να σηκώσει στην παρούσα φάση ένας κυβερνητικός συνασπισμός των Χριστιανοδημοκρατών με τους Πράσινους ή ένας συνασπισμός των Σοσιαλδημοκρατών με τους Πράσινους και την Αριστερά, ο οποίος δεν έχει προετοιμαστεί ούτε στην κοινωνία ούτε στο πολιτικό εποικοδόμημα. Μέρκελ και Γκάμπριελ καλούνται να υλοποιήσουν τα πιο κρίσιμα πρότζεκτ μετά την επανένωση της χώρας.
Πηγή:dw.de