Η επίτευξη των εθνικών και κοινοτικών στόχων και δεσμεύσεων για τη διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, υπό τους βέλτιστους όρους (τεχνικά, οικονομικά, απασχόλησης), τόσο για την εθνική μας οικονομία όσο και για την κοινωνία, αποτελεί πάγιο μέλημα της Πολιτείας και της ΡΑΕ. Στη βάση αυτή, η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, στο πλαίσιο των δικών της αρμοδιοτήτων, έχει αναλάβει σειρά πρωτοβουλιών, μέσα στην τελευταία δεκαετία, για τη διαμόρφωση ολοκληρωμένων προτάσεων για τη συμπλήρωση του θεσμικού πλαισίου και τη θέσπιση ειδικών ρυθμίσεων, μεταξύ των οποίων και πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωση ενός συγκροτημένου και πλήρους θεσμικού πλαισίου για τη δραστηριοποίηση αποθηκευτικών σταθμών στα ηλεκτρικά συστήματα της χώρας. Και τούτο διότι, με βάση τα αποτελέσματα των μελετών που έχουν εκπονηθεί για λογαριασμό της Αρχής, ή και για άλλους φορείς, και έχουν δει το φως της δημοσιότητας, η ΡΑΕ θεωρεί ότι η χρησιμοποίηση των αποθηκευτικών σταθμών στο Σύστημα συμβάλλει καθοριστικά στην επίτευξη των στόχων αυτών, δεδομένου ότι βασικός σκοπός της λειτουργίας των αποθηκευτικών σταθμών είναι η ελαχιστοποίηση των απορρίψεων παραγωγής από ΑΠΕ, που επιβάλλονται από τεχνικούς περιορισμούς, είτε σε ολόκληρο το Σύστημα, είτε τοπικά.
Σήμερα, το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο περιλαμβάνει συναφείς ρυθμίσεις για υβριδικούς σταθμούς, οι οποίοι είναι μεν αποθηκευτικοί σταθμοί (μονάδες απορρόφησης ενέργειας από το δίκτυο και συστήματα ανάκτησης της αποθηκευμένης ενέργειας), πλην όμως είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι (αδειοδοτικά, λειτουργικά και τιμολογιακά) με σταθμούς ΑΠΕ. Ωστόσο, στο υφιστάμενο πλαίσιο, μπορεί να δραστηριοποιηθούν και αμιγώς αποθηκευτικοί σταθμοί, πλήρως ενταγμένοι στους κανόνες της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας του Διασυνδεδεμένου Συστήματος, και χωρίς καμία σύνδεση με τους σταθμούς ΑΠΕ. Η οικονομική βιωσιμότητα των σταθμών αυτών είναι δυσχερής, με βάση τις διαμορφούμενες τιμές στην αγορά και το εκτιμώμενο κόστος κατασκευής τους, με αποτέλεσμα να περικόπτεται σημαντικό μέρος της παραγόμενης ενέργειας από εγκατεστημένες μονάδες ΑΠΕ, λόγω της μη δυνατότητας προώθησης/υλοποίησης τέτοιων επενδύσεων. Από την άλλη πλευρά, η προσφερόμενη υπηρεσία αποθήκευσης της παραγόμενης ενέργειας από ΑΠΕ, η οποία άλλως θα περικόπτονταν, είναι εύλογο να αμείβεται πρόσθετα, λαμβάνοντας μέρος της εγγυημένης τιμής του σταθμού ΑΠΕ, του οποίου η ενέργεια αποθηκεύεται. Ως εκ τούτου, η σύζευξη των αποθηκευτικών σταθμών με τους σταθμούς ΑΠΕ, με διαφανείς και σαφείς κανόνες, καθίσταται αναγκαία, προκειμένου να αποφεύγονται, ή τουλάχιστον να περιορίζονται, οι περικοπές της παραγωγής των σταθμών ΑΠΕ και να αμείβεται με εύλογο τίμημα ο αποθηκευτικός σταθμός για τις υπηρεσίες αυτές.