“Οι ιδιώτες παραγωγοί σήμερα λειτουργούν χωρίς κέρδος με στόχο μόνο την κάλυψη των δανειακών τους υποχρεώσεων. Υπάρχει μια λεπτή ισορροπία στην αγορά, που πρέπει να ληφθεί υπόψη και να μην οδηγηθούμε σε δυσμενείς ανατροπές, πρέπει να αποφευχθούν πιθανοί κίνδυνοι για εκτροχιασμούς τόσο στην αγορά ηλεκτρισμού όσο στην αγορά φυσικού αερίου”, αναφέρουν στο Capital.gr πηγές των ηλεκτροπαραγωγών με αφορμή το διάλογο που έχει ξεκινήσει στον κλάδο για τις επικείμενες αλλαγές στην χονδρεμπορική αγορά.
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές πρέπει να επισημανθούν τα εξής σημεία σε σχέση με την αγορά ηλεκτρισμού:
- Το ενεργειακό μείγμα διαμορφώθηκε με αποφάσεις των κυβερνήσεων τα τελευταία 15 χρόνια, στη βάση της πολιτικής της Ε.Ε.
- Η πολιτική αυτή έφερε το φυσικό αέριο, η αγορά του οποίου βασίζεται σε μακροχρόνια συμβόλαια.
- Οι ιδιωτικές μονάδες κατασκευάστηκαν προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα που παρατηρήθηκε στα μέσα της περασμένης δεκαετίας.
- Προωθήθηκαν ΑΠΕ και σε κάποιες τεχνολογίες οι επιδοτήσεις ήταν γενναίες.
- Απορρίφθηκαν από την πολιτεία εναλλακτικά χαμηλού κόστους καύσιμα όπως ο λιθάνθρακας.
Στο πλαίσιο αυτό οι μονάδες φυσικού αερίου υποκατέστησαν εν μέρει μονάδες υψηλότερου κόστους (πετρελαϊκές) ενώ οι ιδιώτες αποτελούν τους μοναδικούς ανταγωνιστές της ΔΕΗ, με δεδομένο ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό αντίπαλο δέος στην προμήθεια.
Και όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ανταγωνισμός της ΔΕΗ στην προμήθεια, η εταιρεία έχει συμφέρον προκειμένου να εξοβελίσει τον ανταγωνισμό και στην παραγωγή να διατηρεί χαμηλά τις τιμές χονδρικής –που μπορεί να ελέγξει απόλυτα– προκειμένου να επιβαρύνεται λιγότερο από τις ΑΠΕ (τις οποίες θα πληρώσουν οι καταναλωτές) και να αγοράζει φθηνότερα τις εισαγωγές.
Βάση της στρέβλωσης αυτής στην αγορά που διαθέτει ένα κυρίαρχο παίκτη και ρυθμιστή, είναι το γεγονός ότι διατηρήθηκε η αποκλειστική εκμετάλλευση του συνόλου των φθηνών πηγών ενέργειας (λιγνίτης, υδροηλεκτρικά) για τη ΔΕΗ, δημιουργώντας ένα αξεπέραστο εμπόδιο στην ανάπτυξη του ανταγωνισμού.
Στο πλαίσιο αυτό της αγοράς, λοιπόν, όπως επισημαίνουν οι ίδιες πηγές, οι τιμές της χονδρικής διαμορφώνονται από τις προσφορές των λιγνιτικών μονάδων, σε τιμή πολύ χαμηλότερη του κόστους αγοράς του φυσικού αερίου. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να λειτουργήσουν οι μονάδες φυσικού αερίου και οι ανταγωνιστές της ΔΕΗ που δεν κατέχουν φθηνές πηγές ενέργειας να μην μπορούν να επιβιώσουν χωρίς τη λειτουργία ορισμένων μεταβατικών μηχανισμών.
Διαφορετικά το ποσοστό του 26% του φορτίου που καλύπτεται από μονάδες φυσικού αερίου δεν θα μπορούσε να καλυφθεί με προφανή αδυναμία κάλυψης της ζήτησης.
Ταυτόχρονα όσοι κατέχουν μονάδες φυσικού αερίου έχουν μακροχρόνια συμβόλαια με ρήτρες υποχρεωτικής παραλαβής, για τις οποίες αντίστοιχα έχουν συναφθεί από τη ΔΕΠΑ συμβάσεις με μεγάλους ξένους προμηθευτές. Ως εκ τούτου, καταλήγουν οι πηγές της αγοράς ηλεκτρισμού, οι δύο αγορές του ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου πρέπει να κινούνται εναρμονισμένα προς αποφυγή εκτροχιασμών είτε της μίας είτε της άλλης. Είναι δε αυτονόητο ότι και οι δύο αγορές πρέπει να διατηρηθούν και να απελευθερωθούν έτσι ώστε να προκύψουν μέσω του ανταγωνισμού και καλύτερες τιμές για τους καταναλωτές αλλά και νέες επιχειρηματικές ευκαιρίες για την χώρα.
Στο σύνθετο αυτό πλαίσιο όπου καλούνται να μην υπάρξουν δυσμενείς ανατροπές και αρνητικές εξελίξεις και να υποστηριχθούν προσπάθειες για να εξευρεθούν οι απαραίτητες χρυσές τομές.
imerisia.gr