Η επιβεβλημένη από το Μνημόνιο και πολύ περισσότερο από την κατάρρευση του συστήματος της αγοράς ηλεκτρισμού, άρση των στρεβλώσεων στη λειτουργία της χονδρικής αγοράς έχει φέρει σε μετωπική σύγκρουση τη ΔΕΗ και τους ιδιώτες ηλεκτροπαραγωγούς. Στο πλευρό της ΔΕΗ συντάσσεται η ενεργοβόρα βιομηχανία, που βιώνει άμεσα το κόστος των στρεβλώσεων, πληρώνοντας το ρεύμα σε πολλαπλάσια τιμή απ’ ό,τι οι ανταγωνιστές τους στη διεθνή αγορά και εμμέσως η αγορά των ΑΠΕ, η οποία έχει δεχτεί μέχρι σήμερα τις περισσότερες περικοπές και βάλλει κατά των ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου, οι επιδοτήσεις των οποίων εξακολουθούν να παραμένουν στο απυρόβλητο.
Η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) έχει αναλάβει τη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης για την αναδιάρθρωση της χονδρικής αγοράς ηλεκτρισμού και αναμένεται πριν από την έλευση της τρόικας στην Αθήνα την ερχόμενη Τρίτη να καταθέσει τις τελικές προτάσεις στο υπουργείο ΠΕΚΑ. Από το κατά πόσον η ΡΑΕ θα αποφύγει τις ισορροπίες και θα προχωρήσει σε πραγματική άρση των στρεβλώσεων θα εξαρτηθεί και η επίτευξη του βασικού ζητούμενου, που είναι η διαμόρφωση χαμηλών τιμών για τον τελικό καταναλωτή. Το θέμα γίνεται πλέον κομβικό, καθώς από 1ης Ιουλίου απελευθερώνονται πλήρως τα οικιακά τιμολόγια, που θα πρέπει να αντανακλούν το πραγματικό κόστος και δεν θα υπάρχει καμία ρυθμιστική παρέμβαση μετακύλισης του κόστους στη ΔΕΗ ή σε άλλες κατηγορίες καταναλωτών, όπως γίνεται μέχρι σήμερα.
Η αντιπαράθεση επικεντρώνεται αυτή τη στιγμή γύρω από τους αποκαλούμενος μεταβατικούς μηχανισμούς που θεσπίστηκαν με την έναρξη λειτουργίας της αγοράς, προκειμένου να στηρίξουν ένα εξ αρχής θνησιγενές μοντέλο απελευθέρωσης, τις παθογένειες του οποίου ανέδειξε με τον χειρότερο τρόπο η κρίση. Πρόκειται για τον περίφημο μηχανισμό ανάκτησης μεταβλητού κόστους κεφαλαίου των ιδιωτικών μονάδων φυσικού αερίου (Cost Recovery), τα Αποδεικτικά Διαθεσιμότητας Ισχύος και το ίδιο το σύστημα (υποχρεωτικό pool) που επελέγη για την απελευθέρωση της αγοράς. Οι τρεις «πυλώνες» του μοντέλου απελευθέρωσης έχουν οδηγήσει σε ένα ανορθολογικό και κοστοβόρο ηλεκτρικό σύστημα, το οποίο καλούνται να συντηρήσουν οι καταναλωτές. Εχει εκτοπίσει το φθηνό καύσιμο του λιγνίτη υπέρ του 100% εισαγόμενου και ακριβότερου φυσικού αερίου και των ακόμη πιο ακριβών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Η παραγόμενη ενέργεια από λιγνίτη στοιχίζει 40 ευρώ η μεγαβατώρα, από φυσικό αέριο 100 ευρώ η μεγαβατώρα, ενώ η παραγόμενη ενέργεια από φωτοβολταϊκά αμείβεται κατά μέσο όρο με 300 ευρώ η μεγαβατώρα. Μόνο από τη μείωση της παραγωγής από λιγνίτη κατά 19% το πρώτο τρίμηνο του έτους (σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ΔΕΗ) μπορεί να αναλογιστεί κανείς το κόστος που προκύπτει για τους καταναλωτές. Οι κώδικες λειτουργίας της αγοράς επιβραβεύουν τη λειτουργία των ακριβών μονάδων θέτοντας εκτός τις φθηνές.
Αντιθέτως στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου οι αγορές λειτουργούν ανταγωνιστικά, μεγάλοι ηλεκτρικοί όμιλοι, όπως η ΕDF, η RVE, η ΕΟΝ, προκειμένου να μειώσουν το κόστος κλείνουν μονάδες φυσικού αερίου. Οι ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου στην Ελλάδα έχουν διασφαλίσει από τη μια, μέσω των ΑΔΙ και του Cost Recovery, εγγυημένο έσοδο, και από την άλλη, μέσω του συστήματος υποχρεωτικού pool, σίγουρο αγοραστή, τη ΔΕΗ. Ετσι, δεν έχουν κανένα κίνητρο ανταγωνισμού.
Μόνο από την κατάργηση του Cost Recovery, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των συναρμοδίων υπουργείων, δημιουργούνται περιθώρια για μείωση των τιμολογίων σε ποσοστό 14%. Στο πρώτο τρίμηνο του 2012, η ΔΕΗ πλήρωσε για Cost Recovery 40,1 εκατ. ευρώ και στο πρώτο τρίμηνο του 2013 105,1 εκατ. ευρώ. Ο μηχανισμός αυτός, ο οποίος επιδοτεί με ποσοστό 10% το μεταβλητό κόστος των μονάδων φυσικού αερίου, δεν δημιουργεί καν κίνητρο για αναζήτηση φθηνότερης τιμής αερίου, καθώς όσο υψηλότερη είναι αυτή τόσο μεγαλύτερο είναι το περιθώριο του 10%.
Το ΥΠΕΚΑ φέρεται να προωθεί τη μείωσή του από 10% στο 5% αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου και την πλήρη κατάργησή του το 2014. Η ΔΕΗ ζητάει την πλήρη κατάργησή του, όπως και η ενεργοβόρα βιομηχανία μέσω της ΕΒΙΚΕΝ και η αγορά των ΑΠΕ. Η ΕΒΙΚΕΝ ζητάει επίσης τη λειτουργία χωρίς περιορισμούς των οικονομικότερων μονάδων, την κατάργηση του «υποχρεωτικού pool» και το άνοιγμα σε διμερείς συμβάσεις, καθώς και τον δραστικό περιορισμό των ΑΔΙ. «Δεν υπάρχει λογική στο να συντηρούμε σε αυτές τις συνθήκες τις πριμοδοτούμενες μονάδες αερίου των 25 εργαζομένων εις βάρος των επιχειρήσεων των εκατοντάδων εργαζομένων», αναφέρει χαρακτηριστικά εκ μέρους της ΕΒΙΚΕΝ ο Αντώνης Κοντολέων.
Νέες κατευθύνσεις
Το χαμηλό κόστος ενέργειας αποτελεί τη νέα προτεραιότητα της ενεργειακής πολιτικής της Ε.Ε., που επαναπροσδιορίζεται υπό την ασφυκτική πίεση της ύφεσης και της αναποτελεσματικής πολιτικής της κλιματικής αλλαγής. Την κατεύθυνση αυτή υπέδειξε η τελευταία σύνοδος κορυφής στις Βρυξέλλες, απελευθερώνοντας τα κράτη-μέλη από την υποχρέωση συγκεκριμένου μείγματος καυσίμου, παράλληλα με τη στήριξη της στροφής προς την αξιοποίηση των εγχώριων πρώτων υλών. Μόλις προχθές, ο αρμόδιος επίτροπος Ενέργειας, Γκίντερ Ετιγκερ, σε συνέδριο στην Πράγα επανέφερε το θέμα της πυρηνικής ενέργειας, τονίζοντας ότι οι στόχοι της Ε.Ε. για τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη συμμετοχή της πυρηνικής ενέργειας.
Στην Ελλάδα της ύφεσης έχουμε θέσει εκτός συζήτησης ακόμη και τον λιθάνθρακα, ενώ με το μοντέλο αγοράς που επιλέξαμε, κρατάμε εκτός λειτουργίας υδροηλεκτρικά και λιγνίτες για να δουλέψουν μονάδες φυσικού αερίου και ΑΠΕ.
πηγή:kathimerini.gr