Του Δημήτρη Μαυράκη: Καθηγητής, διευθυντής του Κέντρου Ενεργειακής Πολιτικής του ΕΚΠΑ.
“Ας είμεθα ειλικρινείς, τίποτε ουσιαστικό δεν πρόκειται να αλλάξει στην Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας(Η/Ε). Αυξήσεις έγιναν και θα γίνουν, λιγνιτικά «φιλέτα» και μετοχές της ΔΕΗ Α.Ε. θα πωληθούν και «αναγκαίες» εισφορές θα συμπληρώσουν τις αλλαγές της πολυδιαφημιζόμενης εξυγίανσης. Κατά τα άλλα, το υφιστάμενο κρατικο-ολιγοπωλιακό μόρφωμα Αγοράς, θα συνεχίσει να λειτουργεί με όλα τα χαρακτηριστικά της αδιαφάνειας και της ανορθολογικότητας που το χαρακτηρίζουν.
Κι όμως η Αγορά της ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να αποτελέσει μία μοναδική αναπτυξιακή ευκαιρία, αρκεί η πολιτική ηγεσία της χώρας να αντιληφθεί ότι είναι προς το συμφέρον όλων η οργάνωση και λειτουργία μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής Αγοράς Η/Ε. Για να γίνει όμως αυτό, απαιτείται ένα ριζικά νέο θεσμικό και ρυθμιστικό περιβάλλον, που να διασφαλίζει τα συμφέροντα όλων των εμπλεκομένων μερών, περιλαμβανομένων και των καταναλωτών.
Από την άποψη αυτή τόσο στον τομέα της παραγωγής όσο και της εμπορίας κανένας παίκτης δεν θα πρέπει να κατέχει μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 20%. Η τιμή της διατιθέμενης ηλεκτρικής ενέργειας είτε στη χονδρική είτε στη λιανική αγορά θα περιέχει το πλήρες κεφαλαιουχικό και λειτουργικό κόστος παραγωγής της. Οι μεγάλοι παραγωγοί θα πρέπει να διαθέτουν ποσοστό της παραγωγής τους απευθείας στην κατανάλωση. Οι εταιρείες παραγωγής και διάθεσης ενέργειας θα ενθαρρυνθούν στην παροχή καινοτόμων υπηρεσιών που σχετίζονται με την εξοικονόμηση ενέργειας, τα ευφυή δίκτυα και την ανάπτυξη κτιρίων χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης.
Υγιής ανταγωνισμός δεν είναι δυνατός μεταξύ παραγωγών με εισαγόμενο καύσιμο, που το πληρώνουν και αυτών με εγχώριο καύσιμο, που δεν το πληρώνουν. Ως εκ τούτου η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας από εγχώριους ενεργειακούς πόρους οφείλει να ενσωματώνει το πραγματικό κόστος του χρησιμοποιούμενου ενεργειακού καυσίμου (λιγνίτης, νερό, κ.λπ.). Τα έσοδα από την τιμολόγηση των εγχώριων καυσίμων, που μέχρι τώρα διαφεύγουν, θα πρέπει να κατανέμονται μεταξύ της κεντρικής και των περιφερειακών διοικήσεων της χώρας.
Οι ΑΠΕ (ήλιος, αέρας, νερό) έχουν το πλεονέκτημα της καθαρής ενέργειας και το μειονέκτημα της διακύμανσης σε περιόδους νέφωσης και άπνοιας. Για το πρώτο θα πρέπει να μπορούν να πωλούν πιστοποιητικά μείωσης εκπομπών CO2 ενώ για το δεύτερο θα πρέπει να αγοράζουν πιστοποιητικά αντιστάθμισης διακυμάνσεων.
Ο λιγνίτης είναι ορυκτό καύσιμο και η τιμή του προσδιορίζεται από την εκάστοτε θερμική ικανότητά του με βάση τη διεθνή χρηματιστηριακή τιμή του άνθρακα. Όπως σε όλα τα ορυκτά καύσιμα, άλλο θέμα είναι η αγορά δικαιωμάτων εξόρυξης και άλλο θέμα το ποσοστό που εισπράττει το κράτος από την τιμή πώλησης του κάθε τόνου που εξορύσσεται. Επομένως ένα ορυχείο δεν ενοικιάζεται (!) αλλά εκχωρείται η άδεια εκμετάλλευσής του, έναντι σοβαρού τιμήματος, για εύλογη περίοδο, με σαφείς περιβαλλοντικές δεσμεύσεις και με εύλογη συμμετοχή στο ανά εξορυσσόμενο τόνο κέρδος.
Το νερό είναι ένα καθαρό καύσιμο που προσφέρεται για κάλυψη φορτίων αιχμής και ενδιάμεσης ζώνης σε συνάρτηση με τις αρδευτικές ανάγκες των περιοχών που εξυπηρετεί. Αυτά τα χαρακτηριστικά προσδιορίζουν και το κόστος καυσίμου που οφείλει να υπολογίζεται στην τιμή της παραγόμενης υδροηλεκτρικής kWh.
Ο ήλιος και ο άνεμος μετατρέπονται σε ενεργειακά καύσιμα μόνο όταν συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες. Ένα φωτοβολταϊκό είναι προσφορότερο στη νότια Ελλάδα και όχι στην Αρκτική, ένα αιολικό πάρκο κατασκευάζεται σε περιοχές με συγκεκριμένες προδιαγραφές ροής ανέμου. Αυτές οι γεωγραφικές παράμετροι που προσδιορίζουν την ελκυστικότητα μίας περιοχής θα πρέπει να εισέρχονται στον υπολογισμό ενός συντελεστή ενεργειακής μετατροπής (καυσίμου) στις ΑΠΕ.
Στη χώρα μας για χρόνια πολλά έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι ο προσδιορισμός της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας είναι περίπου ζήτημα πολιτικής απόφασης. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όταν κάποιοι επιδοτούνται, κάποιοι άλλοι (φορολογούμενοι ή καταναλωτές) πληρώνουν την επιδότηση αυτή. Αν η τιμή της νησιωτικής kWh πρέπει να επιδοτείται, ας ξανασυζητήσουμε ποιοι, πόσο και από ποιους πρέπει να επιδοτείται. Γιατί ο μικρός καταναλωτής της ηπειρωτικής χώρας πρέπει να επιδοτεί τη σπάταλη και προκλητική κατανάλωση της παραθεριστικής βίλας στα νησιά;
Το υπουργείο Οικονομικών δηλώνει ότι πρόθεσή του είναι η είσπραξη διαφυγόντων εσόδων του Δημοσίου. Καλώς, ας προσπαθήσει λοιπόν να εξασφαλίσει τα έσοδα του Δημοσίου από τη χρήση των δημόσιων ενεργειακών καυσίμων. Και κάτι τελευταίο, το γεγονός ότι το κράτος κατέχει μικρό ή μεγάλο μερίδιο των μετοχών της ΔΕΗ Α.Ε. δεν σημαίνει ότι η τελευταία έχει δικαίωμα παροχής δωρεάν δημόσιων καυσίμων. Ούτε ότι οι ιδιώτες μέτοχοί της έχουν δικαίωμα άντλησης κερδών από δωρεάν καύσιμα, δημόσιας ιδιοκτησίας.
Σύγχρονη
Η Αγορά Ηλεκτρικής Ενέργειας μπορεί να αποτελέσει μία μοναδική αναπτυξιακή ευκαιρία, αρκεί η πολιτική ηγεσία της χώρας να αντιληφθεί ότι είναι προς το συμφέρον όλων η οργάνωση και λειτουργία μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας.”