Τις καταστροφικές συνέπειες των αποφάσεων του ΥΠΕΚΑ, τις βαρύτατες στρεβλώσεις στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες διοχετεύουν το 60% των πόρων ΑΠΕ στην ευρύτερη επιδότηση της λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας και τις ανυπολόγιστες ζημίες της έκτακτης εισφοράς τόνισε ο Στέλιος Λουμάκης πρόεδρος του ΣΠΕΦ κατά την ομιλία του στην χθεσινή εσπερίδα του ΤΕΕ.
Η Ομιλία του κ. Λουμάκη:
“Η Πολιτεία και διαχρονικά το ΥΠΕΚΑ νομοθέτησαν, «ευλόγησαν» και συνεχίζουν να επικροτούν με την στάση τους τις βαρύτατες στρεβλώσεις στην χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες, όπως πολλάκις έχει αποδειχθεί, διοχετεύουν το 60% των πόρων ΑΠΕ στην ευρύτερη επιδότηση της λιανικής ηλεκτρικής ενέργειας και εν τοις πράγμασι στα ορυκτά καύσιμα που κυριαρχούν σε αυτήν με προεξέχον το εισαγόμενο ακριβό φυσικό αέριο. Βασικός μηχανισμός στρέβλωσης της Οριακής Τιμής Συστήματος (ΟΤΣ) είναι ο Μηχανισμός Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους κατά του οποίου ο ΣΠΕΦ έχει προσφύγει στην Ε.Ε.
Πολύ χειρότερα ακόμη η Πολιτεία κρατά σιδηροδέσμιες οικονομικά τις ΑΠΕ στην βαρύτατα νοθευμένη αυτή ΟΤΣ, που ειδικότερα για τα φωτοβολταϊκά, η μέση τιμή της που χρησιμοποιείται ως βάση αποζημίωσης τους, επιπλέον παραγνωρίζει προκλητικά την αιχμιακή ημερήσια λειτουργία τους συγκρίνοντας τα έτσι άστοχα και με τις τιμές ρεύματος της νύχτας. Δια των στρεβλώσεων αυτών ο ειδικός λογαριασμός ΑΠΕ συσσωρεύει πλασματικό έλλειμμα ετησίως τουλάχιστον 150 εκατ. ευρώ πλέον της παραγνώρισης της μεσημβρινής αιχμιακής λειτουργίας των Φ/Β που το προσαυξάνει επιπρόσθετα.
Η Πολιτεία που εκ του Συντάγματος φέρει την αποκλειστική ευθύνη της νομοθέτησης αλλά ταυτόχρονα και της αδειοδότησης των φωτοβολταϊκών, προέβη τα προηγούμενα χρόνια σε μία αχαλίνωτη πλειοδοσία αδειών. Καλλιεργώντας «υπερβολικό» επενδυτικό κλίμα αλλά και προσδοκίες έστρεψε μονοσήμαντα τους πολίτες μαζικά στα φωτοβολταϊκά υπερκερνώντας βίαια τους στόχους που η ίδια έθεσε. Έτσι σήμερα για εθνικό στόχο 2,200 MW το 2020, η Πολιτεία έχει χορηγήσει σε άδειες, όρους σύνδεσης και συμβάσεις ΛΑΓΗΕ περί τα 7,500 MW (τα περισσότερα μέχρι σήμερα ανέκκλητα) πλέον των 1,125 MW που λειτουργούν ήδη. Επιπλέον με απόλυτη «οσμή» επιτηδευματία αλλά χωρίς τις αντίστοιχες υποχρεώσεις χειρίζεται επικίνδυνα άνευ στόχου ή πλαφόν το οικιακό πρόγραμμα Φ/Β, αγνοώντας προκλητικά το υγιές net metering που διεθνώς επικρατεί, ρισκάροντας έτσι ακόμη μία αποτυχία ρύθμισης εις βάρος των πολλών.
Προσπαθώντας το ΥΠΕΚΑ ατυχώς να «θεραπεύσει» τις ασθένειες που το ίδιο έσπειρε, προέβη σε μία καταστροφική και αψυχολόγητη για την επαγγελματική ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ πράξη, αυτήν της οριζόντιας εισφοράς επί του τζίρου. Το αποτέλεσμα των 240 εκατ. ευρώ ετησίως (τόσα προσδοκά να εισπράξει) θα χαθεί στα παραγόμενα δια των στρεβλώσεων νέα ελλείμματα που συνεχίζουν ανενόχλητα να παράγονται, αλλά και στην υπερ-ένταξη νέων μονάδων υπεράνω των εθνικών στόχων που προκλητικά αφήνει ανεξέλεγκτη. Έτσι εν κατακλείδι το Κράτος προτιμά να «χαϊδεύει» εν δυνάμει επενδυτές, αλλά δεν διστάζει παραδειγματικά να τιμωρήσει αυτούς που επένδυσαν. Όσον αφορά τους στόχους που το ίδιο έθεσε δηλαδή μηδενισμό του ελλείμματος του λογαριασμού ΑΠΕ το 2014 και πάλι θα αποτύχει από λάθος σχέδιο δράσης.
Η εισφορά όπως οριζόντια και εξοντωτικά ετέθη στα επαγγελματικά Φ/Β και μάλιστα επί του τζίρου (25 – 30%) χωρίς στοιχειώδη παραμετροποίηση, δημιουργεί παγκόσμια πρώτη για τελικούς φορολογικούς συντελεστές πλησίον ή και υπεράνω του 100% επί των προ φόρων καθαρών αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα πολλά από τα μικρομεσαία Φ/Β πάρκα πλέον επωμίζονται συνολικό συντελεστή φορολόγησης 168% επί των προ φόρων καθαρών αποτελεσμάτων τους δηλαδή «δήμευση» τους με καθαρές ζημιές, ενώ ακόμη και τα μεγαλύτερα κινούνται στην σφαίρα μιας «Σταλινικού» τύπου κοινωνικοποίησης τους με τελικό φορολογικό συντελεστή 85%.
Το αποτέλεσμα των ανωτέρω δεν μπορεί να είναι άλλο από τον βίαιο αφελληνισμό της επαγγελματικής ηλεκτροπαραγωγής από Φ/Β, αφού επιπλέον οι συνθήκες δανεισμού που αυτή καλείται να λειτουργήσει και επιτοκιακά να εξυπηρετήσει, παραμένουν παντελώς στο απυρόβλητο των Κυβερνητικών δράσεων. Προκαλεί απορία η ευκολία επέμβασης της Κυβέρνησης στα οικονομικά ανεξάρτητων επιχειρήσεων με την ταυτόχρονη όμως απροθυμία της να παρέμβει εξίσου στον «τιμοκατάλογο» επιτοκίων των κρατικοποιημένων τραπεζών.”